Δευτέρα 22 Ιουνίου 2015

Τέλη Χαρτοσήμου κατά την εξόφληση των πρόσθετων φόρων και προστίμων

Αθήνα, 16 Ιουνίου 2015 

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ 
ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ 
ΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ 
Δ/ΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΕΜΜΕΣΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ 
ΤΜΗΜΑ Β' ΤΕΛΩΝ και ΕΙΔΙΚΩΝ ΦΟΡΟΛΟΓΙΩΝ
Ταχ. Δ/νση: Σίνα 2-4 Τ.Κ: 10672 ΑΘΗΝΑ
Πληροφορίες: Σ. Κολιοπούλου
Τηλ.: 210 3642922 ΠΟΛ 1125/2015


ΘΕΜΑ: Τέλη Χαρτοσήμου κατά την εξόφληση των πρόσθετων φόρων και προστίμων. 

Με αφορμή πλήθος ερωτημάτων, τα οποία υποβάλλονται στην υπηρεσία μας, αναφορικά με το θέμα, διευκρινίζουμε τα εξής: 1. Σύμφωνα με τις διατάξεις, του πρώτου εδαφίου της παρ. 19 του άρθρου 15 του Κώδικα Τελών Χαρτοσήμου, ορίζεται ρητά, ότι κάθε απόδειξη που εκδίδεται από τη Φορολογική Διοίκηση και για πληρωμή που ενεργείται για το Δημόσιο, υπόκειται σε τέλος χαρτοσήμου 2% (πλέον εισφορά ΟΓΑ 20% ) εφόσον δεν προβλέπεται από άλλες διατάξεις του Κώδικα Τελών Χαρτοσήμου μεγαλύτερο ή μικρότερο τέλος ή ατέλεια. Εξάλλου σύμφωνα με τις διατάξεις του δεύτερου εδαφίου της ίδιας ως άνω παραγράφου 19 του άρθρου 15 του Κώδικα Τελών Χαρτοσήμου δεν υπόκεινται σε τέλη χαρτοσήμου τα αποδεικτικά καταβολής φόρων γενικά, τελών, δικαιωμάτων, εισφορών και δασμών υπέρ του Δημοσίου, τόσο για το ποσό της κύριας οφειλής, όσο και για την τυχόν προσαύξηση ή το πρόστιμο ή τους τόκους κ.λ.π. 2. Όπως έχει γίνει δεκτό από τη Διοίκηση (Ν.Σ.Κ. Ολομ.757/1977,ΥΠΟΙΚ.Τ 219/27/ΠΟΛ.9/1978, εγκύκλιος 9/Σ.1786/258/1982, 1003048/40/Τ. και Ε.Φ./ΠΟΛ.1004/7.1.1998), τα αποδεικτικά καταβολής προσαυξήσεων και προστίμων, απαλλάσσονται από τα κατά τα ανωτέρω τέλη χαρτοσήμου μόνο εφόσον αυτά είναι παρακολούθημα κύριας φορολογικής οφειλής. Αντίθετα, τα αυτοτελή πρόστιμα, τα οποία δεν είναι παρεπόμενα κύριας οφειλής, φόρων, τελών, δικαιωμάτων, εισφορών και δασμών υπέρ του Δημοσίου, υπόκεινται κατά την εξόφλησή τους σε τέλη χαρτοσήμου 2% (πλέον εισφορά ΟΓΑ 20%) σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 15 παρ. 19 του Κώδικα Τελών Χαρτοσήμου. 3. Με βάση τα ανωτέρω, ως προς τα επιβαλλόμενα πρόστιμα με τις διατάξεις των άρθρων 54, 55 και 56 του ΚΦΔ , που αφορούν αντίστοιχα σε επιβολή κυρώσεων για διαδικαστικές παραβάσεις, παραβάσεις φοροδιαφυγής καθώς και πρόστιμο εκπρόθεσμης υποβολής ή μη υποβολής Συνοπτικού Πίνακα Πληροφοριών διευκρινίζεται ότι, οι αποδείξεις πληρωμής αυτών υπόκεινται σε τέλος χαρτοσήμου, σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη του πρώτου εδαφίου της παρ. 19 του άρθρου 15 του Κώδικα Τελών Χαρτοσήμου καθώς δεν είναι παρεπόμενα κύριας οφειλής. Αντίθετα, δεν υπόκεινται σε τέλος χαρτοσήμου τα πρόστιμα των άρθρων 58 και 59 του ΚΦΔ, καθώς δεν έχουν αυτοτέλεια, αλλά αποτελούν παρακολούθημα κύριας φορολογικής οφειλής. Ως προς τους πρόσθετους φόρους και τα πρόστιμα, που επιβάλλονται με τις διατάξεις του ν. 2523/1997, τυγχάνουν εφαρμογής οι οδηγίες που έχουν παρασχεθεί με την με αρ. πρωτ. 1003048/40/Τ και ΕΦ/ΠΟΛ.1004/7.1.1998 Εγκύκλιό μας. 


Η ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΣΑΒΒΑΪΔΟΥ

Οδηγίες για την εφαρμογή των διατάξεων της ρύθμισης οφειλών των άρθρων 1-17 του ν.4321/2015


ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ Υπ. Οικ. Πολ. 1117/10.06.2015

Με την παρούσα παρέχονται οδηγίες για την εφαρμογή των διατάξεων της ρύθμισης οφειλών των άρθρων 1-17 του ν.4321/2015 -ΦΕΚ 32A, (πλην της παραγράφου 4 του άρθρου 1 που αφορά αποκλειστικά σε οφειλές βεβαιωμένες σε ΟΤΑ), όπως τροποποιήθηκαν : α. με την Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου της 27.03.2015 - ΦΕΚ 35 Α, η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 1 του ν. 4328/2015 - ΦΕΚ 51 Α, β. με τα άρθρα 4 και 8 του ν. 4328/2015 και γ. με το άρθρο 18 του ν. 4324/2015 - ΦΕΚ 44 Α', και για την εφαρμογή της κατ' εξουσιοδότηση εκδοθείσας Απόφασης Υπουργού Οικονομικών ΠΟΛ.1080/7.4.2015- ΦΕΚ 628 Β, όπως τροποποιήθηκε με την Απόφαση Υπουργού Οικονομικών ΠΟΛ.1108/21.5.2015 - ΦΕΚ 917 Β', σε συνδυασμό με τις Αποφάσεις Υπουργού Οικονομικών ΠΟΛ.1098/30.4.2015 - ΦΕΚ 771 Β' και ΠΟΛ.1110/26.5.2015 - ΦΕΚ 946 Β', την τροποποίηση των διατάξεων των άρθρων 57 του ΚΦΔ και 6 του ΚΕΔΕ περί προστίμων εκπρόθεσμης καταβολής (άρθρο 19 του ν. 4321/2015) και την κατάργηση της παραγράφου 4α του άρθρου 49 και της παραγράφου 6 του άρθρου 50 του Κώδικα Φ.Π.Α. (άρθρο 18 του ν. 4321/2015) για την ενημέρωσή σας και την ενιαία εφαρμογή αυτών.

Αναλυτικότερα :

ΕΝΟΤΗΤΑ Α - ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΗΣ ΡΥΘΜΙΣΗΣ

Ι. Στη ρύθμιση υπάγονται οφειλές ως εξής:

Α) Υποχρεωτικά:

Το σύνολο των ληξιπρόθεσμων έως και την 1η Μαρτίου 2015 οφειλών οι οποίες κατά την ημερομηνία της αίτησης υπαγωγής, έχουν βεβαιωθεί στη Φορολογική Διοίκηση και έχουν καταχωρισθεί στα βιβλία αυτής και δεν έχουν τακτοποιηθεί κατά νόμιμο τρόπο με αναστολή πληρωμής ή διευκόλυνση ή ρύθμιση τμηματικής καταβολής οφειλών βάσει νόμου ή δικαστικής απόφασης.

Β) Μετά από επιλογή του οφειλέτη:

Β1) ληξιπρόθεσμες έως και την 1η Μαρτίου 2015 οφειλές, οι οποίες κατά την ημερομηνία της αίτησης υπαγωγής έχουν βεβαιωθεί και έχουν καταχωρισθεί στα βιβλία της Φορολογικής Διοίκησης και

α) τελούν σε αναστολή, διοικητική ή δικαστική ή εκ του νόμου

β) έχουν υπαχθεί σε διευκόλυνση ή νομοθετική ρύθμιση τμηματικής καταβολής οφειλών, η οποία είναι σε ισχύ

Επισημάνσεις:

-Στην περίπτωση υπαγωγής στη νέα ρύθμιση επέρχεται απώλεια των ανωτέρω διευκολύνσεων ή νομοθετικών ρυθμίσεων τμηματικής καταβολής χρεών και των ευεργετημάτων αυτών.

-Σε περίπτωση που στις ανωτέρω διευκολύνσεις ή ρυθμίσεις περιλαμβάνονται οφειλές που δεν μπορούν να υπαχθούν στην παρούσα ρύθμιση, οι τελευταίες δύνανται να τακτοποιηθούν από τον οφειλέτη κατά νόμιμο τρόπο, με εκ νέου υπαγωγή τους στις ανωτέρω διευκολύνσεις ή ρυθμίσεις, ή με υπαγωγή τους σε άλλη ρύθμιση τμηματικής καταβολής, σύμφωνα με τους οικείους όρους και προϋποθέσεις.

- Αίτηση και υπαγωγή στη ρύθμιση των άρθρων 1-17 του ν. 4321/2015 σημαίνει την αποδοχή αποκλειστικά και μόνο των ευεργετημάτων των διατάξεων που ορίζονται στα άρθρα αυτά.

γ) έχουν υπαχθεί σε ρύθμιση χρεών κατ' άρθρο 62Α του Κ.Ε.Δ.Ε. ή κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρου αυτού δυνάμει του δεύτερου εδαφίου της περ. α της παραγράφου 6 του άρθρου 4 του ν. 3808/2009, η οποία είναι σε ισχύ

Επισήμανση :

-Η απώλεια της ρύθμισης επιφέρει τις συνέπειες της διάταξης του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 4 του άρθρου 62Α του Κ.Ε.Δ.Ε.

Σε περίπτωση που η εν λόγω ρύθμιση έχει απεικονιστεί στο σύστημα taxis με νέα βεβαίωση με είδος φόρου 4904 δεν είναι άμεσα δυνατή η ηλεκτρονική υποβολή αίτησης για υπαγωγή στη ρύθμιση του ν. 4321/2015. Κατά την υποβολή της αίτησης μέσω της διαδικτυακής εφαρμογής εμφανίζεται απαγορευτικό μήνυμα με το εξής περιεχόμενο: «! Οφειλές ειδικής κατηγορίας: Για τη δυνατότητα υπαγωγής των οφειλών σας σε ρύθμιση παρακαλούμε να απευθυνθείτε στην αρμόδια για την είσπραξη φορολογική αρχή». Ο οφειλέτης υποχρεούται να απευθυνθεί πρώτα στην αρμόδια για την επιδίωξη της είσπραξης Υπηρεσία της Φορολογικής Διοίκησης και να ζητήσει, με έγγραφη αίτησή του, την απώλεια της ρύθμισης για την οποία είχε δημιουργηθεί το εν λόγω τριπλότυπο βεβαίωσης, προκειμένου να γίνει διαγραφή αυτού και να απεικονιστούν στο σύστημα taxis οι συνέπειες της απώλειας της εν λόγω ρύθμισης, κατά τα ανωτέρω.

Β2) οφειλές που θα βεβαιωθούν στη Φορολογική Διοίκηση και θα καταχωρισθούν στα βιβλία εισπρακτέων εσόδων, μετά από παραίτηση από την άσκηση του δικαιώματος ή και του δικογράφου οποιουδήποτε ένδικου βοηθήματος ή μέσου ενώπιον αρμοδίου δικαστηρίου ή προσφυγής ενώπιον διοικητικής αρχής. Εάν πρόκειται για υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον των δικαστηρίων με την αίτηση και τη δήλωση παραίτησης προσκομίζεται και βεβαίωση από το αρμόδιο δικαστήριο ότι η υπόθεση δεν έχει ακόμη συζητηθεί.

Εάν πρόκειται για εκκρεμή υπόθεση ενώπιον της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών, η δήλωση παραίτησης υποβάλλεται στη Φορολογική Αρχή, στην οποία υπεβλήθη η ενδικοφανής προσφυγή. Εν συνεχεία η Φορολογική Αρχή διαβιβάζει αυθημερόν τη δήλωση παραίτησης στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών με τηλεομοιοτυπία ή ηλεκτρονικό μήνυμα, η οποία και θα αποστέλλει ακολούθως σημείωμα ότι η εκκρεμής υπόθεση δεν έχει εξετασθεί.

Β3) οι οφειλές που έχουν καταχωρισθεί στα βιβλία εισπρακτέων εσόδων της Φορολογικής Διοίκησης μέχρι την ημερομηνία της αίτησης και όχι αργότερα από την καταληκτική ημερομηνία υποβολής αίτησης για υπαγωγή στη ρύθμιση και αφορούν υποχρεώσεις ετών, περιόδων και υποθέσεων μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2014. Στην περίπτωση που από το χρηματικό κατάλογο ή τα συνοδευτικά αυτού έγγραφα δεν προκύπτει η αναγωγή της υποχρέωσης σε χρόνο έως 31.12.2014, απαιτείται προς τούτο έγγραφη βεβαίωση της βεβαιούσας αρχής.

Στη ρύθμιση του άρθρου 1 δύνανται επίσης να υπαχθούν μετά από επιλογή του οφειλέτη και οφειλές που έχουν καταχωρισθεί στα βιβλία εισπρακτέων εσόδων της Φορολογικής Διοίκησης μέχρι την ημερομηνία της αίτησης και όχι αργότερα από την καταληκτική ημερομηνία υποβολής αίτησης για υπαγωγή στη ρύθμιση και έχουν βεβαιωθεί ύστερα από φορολογικό έλεγχο και αφορούν υποχρεώσεις φορολογικών ετών, περιόδων και υποθέσεων μέχρι 31/12/2014, συμπεριλαμβανομένων και των πρόσθετων φόρων / τελών του ν. 2523/1997 και των προστίμων ανακριβούς δήλωσης της διάταξης της παρ. 1 του άρθρου 58 του ν. 4174/2013 (ΚΦΔ) και μη υποβολής δήλωσης των διατάξεων των άρθρων 58 παρ. 2 και 54 του ίδιου ως άνω νόμου.

Σημειώνεται ότι η οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού του φόρου συνιστά εκτελεστό τίτλο (άρθρο 45 ν. 4174/2013) και με βάση αυτή συνιστάται και βεβαιώνεται το 100% της φορολογικής οφειλής (άρθρο 30 ν. 4174/2013), ήτοι ο κύριος και πρόσθετος φόρος / τέλος του ν. 2523/1997 ή πρόστιμο του άρθρου 58 του ν. 4174/2013 ή πρόστιμο του άρθρου 54 του ίδιου ως άνω νόμου, όταν αυτό επιβάλλεται μετά από έλεγχο αντί του προστίμου του άρθρου 58 κατ' εφαρμογή της παραγράφου 6 του άρθρου 62 του ν. 4174/2013. Για τις απαλλαγές που προβλέπονται στο άρθρο 1 του ν. 4321/2015 έχουν εφαρμογή τα οριζόμενα για τις εν γένει βεβαιωμένες οφειλές του ίδιου ως άνω νόμου.

Ευνόητο είναι ότι σε περίπτωση έκδοσης εντολής ελέγχου έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 18 και της παραγράφου 3 του άρθρου 19 του ν. 4174/2013, όπως ισχύει, δεν υπάρχει δηλαδή η δυνατότητα υποβολής δήλωσης για τη φορολογία, τη φορολογική περίοδο ή την υπόθεση που αφορά ο φορολογικός έλεγχος (σχετ. ΔΕΛ Α 1069048 2.5.2014 έγγραφό μας).

Σημειώνεται ότι, όσον αφορά τις φορολογίες κληρονομιών, δωρεών και γονικών παροχών, περιλαμβάνονται στη ρύθμιση οι οφειλές που έχουν καταχωρισθεί στα βιβλία εισπρακτέων εσόδων της Φορολογικής Διοίκησης μέχρι την ημερομηνία της αίτησης και όχι αργότερα από τη λήξη της καταληκτικής ημερομηνίας υποβολής αίτησης για υπαγωγή στη ρύθμιση, εφόσον η φορολογική υποχρέωση γεννήθηκε μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2014, ανεξάρτητα αν στην ημερομηνία βεβαίωσης αναγράφεται ως οικονομικό έτος το
2015. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η Δ.Ο.Υ., στην οποία υπάρχει ο σχετικός φάκελος της υπόθεσης, ενημερώνει με σχετικό υπηρεσιακό σημείωμα την αρμόδια για τη ρύθμιση Δ.Ο.Υ. για το χρόνο γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης, μετά από την αίτηση του φορολογουμένου για την υπαγωγή του στη ρύθμιση, η οποία εν προκειμένω δεν υποστηρίζεται ηλεκτρονικά.

Τέλος, στη ρύθμιση του άρθρου 1 υπάγονται και οφειλές από την αυτοτελή φορολόγηση των μη διανεμηθέντων ή κεφαλαιοποιηθέντων αποθεματικών, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 12 και 13 του άρθρου 72 του ν. 4172/2013, ανεξάρτητα εάν στην ημερομηνία βεβαίωσης αναγράφεται ως οικονομικό έτος το 2015.

Επισημάνσεις:

- Οι οφειλές των υποπεριπτώσεων Β2) και Β3) υπάγονται στη ρύθμιση ανεξαρτήτως της ημερομηνίας που καθίστανται ληξιπρόθεσμες.

- Οφειλές βεβαιωμένες στη Φορολογική Διοίκηση υπέρ νομικών προσώπων και τρίτων υπάγονται σε πρόγραμμα ρύθμισης σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρούσα εγκύκλιο.

- Ο οφειλέτης ο οποίος υπάγει σε πρόγραμμα ρύθμισης οφειλές των περιπτώσεων Α, Β1 και Β3, δηλαδή αυτές των άρθρων 1, 3 και 4, παράγραφος 2 του ν. 4321/2015, δεν υποχρεούται σε παραίτηση από την άσκηση του δικαιώματος ή του δικογράφου ένδικου βοηθήματος ή ένδικου μέσου ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου ή προσφυγής ενώπιον της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών. Σχετική και η εγκύκλιος ΠΟΛ.1106/19.5.2015.

- Δεν είναι υποχρεωτική η υπαγωγή όλων των προαιρετικά υπαγόμενων στη ρύθμιση οφειλών που εμπίπτουν στις περιπτώσεις Β1, Β2 και Β3, αλλά ο οφειλέτης δύναται με αίτηση που υποβάλλεται στην αρμόδια Υπηρεσία να επιλέξει να υπαγάγει μερικές μόνον από αυτές. Δεν είναι όμως δυνατή η επιλογή μέρους μόνο οφειλής, εκτός εάν ο οφειλέτης έχει ευθύνη για την καταβολή μέρους μόνον αυτής.

Β4) οφειλές που υπάγονται σε συμφωνία που επικυρώθηκε με δικαστική απόφαση κατ' άρθρα 99 και επόμενα του Πτωχευτικού Κώδικα, 44 του ν. 1892/1990 ή άλλες διατάξεις και είναι σε ισχύ είτε οι υπαγόμενες οφειλές είναι ληξιπρόθεσμες σύμφωνα με τα οριζόμενα στην περίπτωση Β1 είτε πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται στις περιπτώσεις Β2 και Β3 της παρούσας ενότητας

Επισήμανση:

Για την υπαγωγή στη ρύθμιση απαιτείται προηγούμενη ανατροπή της συμφωνίας ως προς το Δημόσιο, με συνέπεια την αναβίωση των οφειλών που είχαν υπαχθεί σε αυτή, η οποία επέρχεται με σχετική μονομερή δήλωση του οφειλέτη, που υποβάλλεται εγγράφως στην αρμόδια για την επιδίωξη της είσπραξης Υπηρεσία της Φορολογικής Διοίκησης. Ποσά που έχουν καταβληθεί στο πλαίσιο της ανατραπείσας συμφωνίας πιστώνονται κατά το χρόνο που έλαβε χώρα κάθε καταβολή στις οφειλές που είχαν υπαχθεί στη συμφωνία, με τις αναλογούσες κατά το χρόνο καταβολής προσαυξήσεις ή τόκους εκπρόθεσμης καταβολής, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι όροι της ανατραπείσας συμφωνίας (π.χ. «πάγωμα» προσαυξήσεων ή τόκων εκπρόθεσμης καταβολής, περιορισμός αυτών κ.λπ.). Σε περίπτωση που στη δικαστικά επικυρωμένη συμφωνία προβλέπεται ρητά η δυνατότητα του οφειλέτη να επιλέξει, μετά την επικύρωσή της, ευμενέστερο από τον οριζόμενο σε αυτή τρόπο αποπληρωμής των οφειλών του, κατ' εφαρμογή των κειμένων διατάξεων, έχουν εφαρμογή τα προβλεπόμενα στη συμφωνία.

Έχει παρατηρηθεί ότι, για τις ανάγκες απεικόνισης των όρων των δικαστικών συμφωνιών, επιλέγεται συχνά στην πράξη η δημιουργία νέας βεβαίωσης με είδος φόρου 4904. Στην περίπτωση αυτή, όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω (υπό στοιχείο Β1γ) εμποδίζεται αυτόματα η ηλεκτρονική υποβολή αίτησης για υπαγωγή στη ρύθμιση μέσω της διαδικτυακής εφαρμογής και ο οφειλέτης υποχρεούται να απευθυνθεί πρώτα στην αρμόδια για την επιδίωξη της είσπραξης Υπηρεσία της Φορολογικής Διοίκησης και να ζητήσει με έγγραφη μονομερή δήλωσή του την ανατροπή της συμφωνίας. Στη συνέχεια η αρμόδια Υπηρεσία υποχρεούται να προβεί στη διαγραφή του τριπλοτύπου βεβαίωσης με είδος φόρου 4904 και στην απεικόνιση των συνεπειών της ανατροπής της συμφωνίας στο σύστημα taxis.

Επισημαίνεται ότι, σε περίπτωση που για την απεικόνιση της δικαστικής συμφωνίας έχει επιλεγεί ορισμένος τύπος ρύθμισης στο σύστημα taxis ή η συμφωνία δεν έχει απεικονιστεί καθόλου σε αυτό, δεν κωλύεται η ηλεκτρονική υποβολή αίτησης για υπαγωγή στη ρύθμιση του ν. 4321/2015. Για το λόγο αυτό και προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος υπαγωγής στην παρούσα ρύθμιση οφειλών για τις οποίες ήδη προβλέπεται ειδικός τρόπος αποπληρωμής βάσει δικαστικά επικυρωμένης συμφωνίας, χωρίς προηγούμενη ανατροπή αυτής και απεικόνιση των οικείων συνεπειών, οι αρμόδιες υπηρεσίες οφείλουν να διενεργούν ανά τακτά χρονικά διαστήματα σχετικό έλεγχο, ώστε, αν διαπιστωθεί ότι έχει λάβει χώρα υπαγωγή οφειλών της ανωτέρω κατηγορίας στη ρύθμιση του ν. 4321/2015, χωρίς να έχει προηγηθεί υποβολή έγγραφης μονομερούς δήλωσης και πίστωση των καταβληθέντων ποσών, κατά τα ανωτέρω, να επέρχεται απώλεια της ρύθμισης του ν. 4321/2015 σύμφωνα με το Κεφάλαιο VIII της Ενότητας Γ' της παρούσας εγκυκλίου. Προκειμένου ο οφειλέτης να έχει τη δυνατότητα να υποβάλει εμπρόθεσμα νέα αίτηση για υπαγωγή στην παρούσα ρύθμιση, μετά την απώλεια της πρώτης και αφού τηρηθεί η προαναφερόμενη διαδικασία (υποβολή έγγραφης μονομερούς δήλωσης ανατροπής, ορθή πίστωση καταβληθέντων ποσών), ο ανωτέρω έλεγχος πρέπει να διενεργείται κατά το χρονικό διάστημα πριν από την καταληκτική ημερομηνία για υποβολή αίτησης υπαγωγής στην ρύθμιση, με ταυτόχρονη ειδοποίηση του οφειλέτη με κάθε πρόσφορο μέσο.

Επισημαίνεται και με την παρούσα εγκύκλιο η επιτακτική ανάγκη απεικόνισης τυχόν μη απεικονισμένων δικαστικών συμφωνιών στο σύστημα taxis ή χειρόγραφα, ώστε να καθίσταται δυνατή η διενέργεια του ανωτέρω περιγραφόμενου ελέγχου.

Προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο ρύθμισης οφειλών που υπάγονται σε δικαστικά επικυρωμένη συμφωνία εν μέρει με τους όρους της συμφωνίας και εν μέρει με τις διατάξεις του ν. 4321/2015, τονίζεται ότι οι ανωτέρω οδηγίες καταλαμβάνουν όλες τις οφειλές που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας κατά τους όρους αυτής, δηλαδή όχι μόνο οφειλές που ήταν ήδη βεβαιωμένες κατά το χρόνο δικαστικής επικύρωσης της συμφωνίας (ημερομηνία έκδοσης της επικυρωτικής απόφασης) και ρυθμίζονται από αυτή αλλά και οφειλές που βεβαιώθηκαν μετά την ανωτέρω ημερομηνία ή θα βεβαιωθούν και θα καταχωριστούν στα βιβλία εισπρακτέων εσόδων μέχρι την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για υπαγωγή στη ρύθμιση του ν. 4321/2015 (βλ. ανωτέρω υπό στοιχεία Β2 και Β3 της παρούσας ενότητας), υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας.

Τέλος, είναι αυτονόητο ότι σε περίπτωση ανατροπής της συμφωνίας δεν τίθεται ζήτημα υπαγωγής σε αυτή οφειλών που θα βεβαιωθούν μελλοντικά και οι οποίες βάσει των όρων της ανατραπείσας συμφωνίας θα ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής αυτής. Επίσης, μετά την ανατροπή συμφωνίας συνδιαλλαγής ή εξυγίανσης κατ' άρθρα 99 επ. του Πτωχευτικού Κώδικα δεν είναι πλέον δυνατή η ρύθμιση κατ' άρθρο 62Α του Κ.Ε.Δ.Ε. σε συνδυασμό με το άρθρο 4 παρ. 6 του ν. 3808/2009 οφειλών που δεν είχαν υπαχθεί στο πεδίο εφαρμογής αυτής.

ΙΙ. Δικαιούχοι υποβολής αίτησης υπαγωγής στη ρύθμιση

Η ρύθμιση χορηγείται ανά οφειλέτη και για τις οφειλές για τις οποίες έχει ευθύνη καταβολής. Στη ρύθμιση δύνανται να υποβάλλουν αίτηση υπαγωγής με τους ίδιους όρους:

α) ο πρωτοφειλέτης (φυσικό πρόσωπο ή ο νόμιμος εκπρόσωπος στην περίπτωση του νομικού προσώπου),

β) τα πρόσωπα που ευθύνονται μαζί με τον πρωτοφειλέτη και κατά το μέρος της ευθύνης τους,

γ) οι κληρονόμοι αποβιωσάντων οφειλετών, δεδομένου ότι δεν πρόκειται περί συνυπευθυνότητας με τον οφειλέτη αλλά επιμεριστικής ευθύνης καταβολής κατά το ποσοστό της κληρονομικής τους μερίδας,

δ) οι οφειλέτες σύζυγοι για φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων που προέκυψε από την κοινή δήλωση φορολογίας εισοδήματος, δεδομένου ότι η ευθύνη καταβολής ανήκει στον κάθε σύζυγο χωριστά για το φόρο που αναλογεί στα εισοδήματά του. Ομοίως και σε περίπτωση άλλων φόρων και τελών που προκύπτουν από κοινή δήλωση.

ε) στις περιπτώσεις των καταλογιστικών πράξεων που εκδίδονται στα Τελωνεία με υπόχρεα πρόσωπα πέραν του ενός, οι οφειλές μπορούν να ρυθμιστούν από τους υπόχρεους - ο καθένας να ρυθμίσει, εφόσον το επιθυμεί, το σύνολο των οφειλών που αφορούν την προσωπική του υποχρέωση - υπό την αίρεση ότι η αλληλέγγυα υποχρέωσή του δεν παύει μέχρι την αποπληρωμή της οφειλής από τους λοιπούς οφειλέτες ή αυτούς τους ίδιους.

ΙΙΙ. Εξαιρέσεις από την υπαγωγή στη ρύθμιση.

Εξαιρούνται από την υπαγωγή στη ρύθμιση:

α. οι οφειλές οι οποίες σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις δεν δύνανται να υπαχθούν σε διευκόλυνση ή νομοθετική ρύθμιση τμηματικής καταβολής οφειλών, όπως οφειλές που προέρχονται από ανάκτηση κρατικών ενισχύσεων, οι οποίες χορηγήθηκαν με τη σύσταση ειδικών αφορολόγητων αποθεματικών άρθρων 2 και 3 του ν.3220/2004, βάσει του αρ. 169 ν.4099/2012. Η ανάκτηση γίνεται με την έκδοση φύλλου ελέγχου από την αρμόδια ελεγκτική φορολογική Υπηρεσία και η βεβαίωση αυτής διενεργείται σύμφωνα με τον Κ.Ε.Δ.Ε (είδος φόρου 6130),

β. οφειλές από τις ετήσιες δηλώσεις φόρου εισοδήματος φορολογικού έτους 2014.

Επισήμανση:

Με τις διατάξεις του άρθρου 18 του ν. 4321/2015 καταργήθηκαν οι διατάξεις της παραγράφου 4α του άρθρου 49 και της παραγράφου 6 του άρθρου 50 του Κώδικα Φ.Π.Α. (ν. 2859/2000) και δεν εξαιρούνται πλέον από την υπαγωγή σε διευκόλυνση ή ρύθμιση τμηματικής καταβολής οφειλών, ούτε βέβαια από την παρούσα ρύθμιση, οφειλές από Φ.Π.Α. που έχουν βεβαιωθεί με τις πράξεις των άρθρων 49 και 50 του Κώδικα Φ.Π.Α.

ΕΝΟΤΗΤΑ Β
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΥΠΑΓΩΓΗΣ

Ι. Υποβολή αίτησης - Προϋποθέσεις υπαγωγής- Καταβολή δόσεων.

1. Η αίτηση για υπαγωγή στη ρύθμιση υποβάλλεται ηλεκτρονικά, μέσω διαδικτυακής εφαρμογής, έως και την 26η Ιουνίου 2015.

Επισημάνσεις:

- Τυχόν εκκρεμής πίστωση ποσού έως πενήντα (50) ευρώ από καταβολή ή απόδοση που έχει διενεργηθεί πριν την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για υπαγωγή στη ρύθμιση δεν εμποδίζει την υποβολή της σχετικής αίτησης μέσω διαδικτυακής εφαρμογής.

- Σε περίπτωση που εκκρεμεί πίστωση ποσού άνω των πενήντα (50) ευρώ, η πίστωση διενεργείται κατά προτεραιότητα και η τυχόν εναπομείνασα οφειλή δύναται να υπαχθεί στη ρύθμιση.

2. Εξαιρετικά, σε περίπτωση που δεν είναι δυνατή η υποβολή της αίτησης ηλεκτρονικά, υποβάλλεται στη Δ.Ο.Υ. ή Τελωνείο ή άλλη Υπηρεσία, ο Προϊστάμενος της οποίας είναι αρμόδιος για την επιδίωξη της είσπραξης της οφειλής.

Επισήμανση :

-Κατ' εξαίρεση, όταν η αίτηση δεν υποβάλλεται από τον πρωτοφειλέτη, η υποβολή της διενεργείται μόνο στην αρμόδια Υπηρεσία.

3. Ο φορολογούμενος που διαπιστώνει ότι έχει πρόσθετο φόρο ο οποίος έχει συμβεβαιωθεί στον ίδιο ΚΑΕ με τον κύριο, προκειμένου οι οφειλές του να απαλλαγούν από το ποσοστό του πρόσθετου φόρου ανάλογα με το πρόγραμμα δόσεων που επιθυμεί, προσέρχεται στην υπηρεσία που είναι βεβαιωμένες οι οφειλές, υποβάλλει αίτηση διαχωρισμού σε κύριο και πρόσθετο φόρο, προσκομίζοντας τα τυχόν αποδεικτικά στοιχεία που διαθέτει (το νόμιμο τίτλο βεβαίωσης, όπως δήλωση, εκκαθάριση δήλωσης, φύλλο ελέγχου, λοιπές πράξεις προσδιορισμού φόρου, πρακτικό διοικητικής επίλυσης διαφοράς κ.λπ.). Ο Προϊστάμενος της υπηρεσίας αποδέχεται τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά και καταχωρεί τα απαιτούμενα για το διαχωρισμό στοιχεία, μετά από επικοινωνία με τις συναρμόδιες υπηρεσίες της Φορολογικής Διοίκησης, εφόσον απαιτείται, σε εφαρμογή του πληροφοριακού συστήματος της Διεύθυνσης Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης της Γ.Γ.Δ.Ε. Ο διαχωρισμός διενεργείται με μεταβολή της αρχικής βεβαίωσης ανά ΚΑΕ, ώστε να αποτυπωθεί η με βάση του διαχωρισμού αναλογία στο ανεξόφλητο υπόλοιπο πριν την καταληκτική ημερομηνία υποβολής της αίτησης υπαγωγής. Κατόπιν, ο φορολογούμενος υποβάλλει αίτηση για υπαγωγή στη ρύθμιση. Επισήμανση:

- Τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζονται διασταυρώνονται με αυτά που τηρούνται στα αρχεία της Φορολογικής Διοίκησης (φάκελο της υπόθεσης, βιβλία καταχώρησης φύλλων ελέγχου, πρακτικών συμβιβασμού κ.λπ.), κατά την προσκόμισή τους, εφόσον είναι εφικτό, διαφορετικά στο συντομότερο δυνατό χρόνο.

4. Προϋπόθεση για την υπαγωγή στη ρύθμιση είναι η καταβολή της προκαταβολής ή της πρώτης δόσης ή η εφάπαξ εξόφλησή της εντός τριών εργάσιμων ημερών από την ημέρα υποβολής της αίτησης (για την περίπτωση υπαγωγής σε ρύθμιση κατόπιν καταβολής «προκαταβολής» ισχύουν και τα ειδικότερα οριζόμενα στην κατωτέρω ενότητα Δ. Οι επόμενες δόσεις καταβάλλονται μέχρι και την τελευταία εργάσιμη ημέρα των επόμενων μηνών.

Επισημάνσεις:

-Εφόσον ο αιτών δεν καταβάλλει την πρώτη δόση εντός της ανωτέρω αποκλειστικής προθεσμίας, μπορεί να υποβάλει εκ νέου αίτηση έως την καταληκτική ημερομηνία υποβολής της, προκειμένου να ρυθμίσει τις οφειλές του.

- Δεν υφίσταται περιορισμός ως προς το ύψος της οφειλής η οποία δύναται να υπαχθεί στη ρύθμιση.

- Εφόσον οφειλέτης που έχει υπαχθεί σε πρόγραμμα ρύθμισης εξοφλήσει εφάπαξ το υπολειπόμενο ποσό έως και την καταληκτική ημερομηνία υποβολής αίτησης για υπαγωγή, δικαιούται επί του εφάπαξ εξοφλούμενου ποσού τις απαλλαγές του άρθρου 1 του ν. 4321/2015, όπως ισχύει, κατά ποσοστό 100% από πρόσθετους φόρους ή τέλη του Ν. 2523/1997, πρόστιμα μη υποβολής δήλωσης ή ανακριβούς δήλωσης του Ν. 4174/2013 (ΚΦΔ) που έχουν συμβεβαιωθεί με την κύρια οφειλή και από τις προσαυξήσεις και τους τόκους εκπρόθεσμης καταβολής που τις επιβαρύνουν, κατόπιν σχετικής αίτησης η οποία υποβάλλεται στην αρμόδια για την επιδίωξη της είσπραξης της οφειλής υπηρεσία πριν ή μετά την εφάπαξ εξόφληση.

-Ο οφειλέτης τυγχάνει των ευεργετημάτων της ρύθμισης του ν.4321/2015, όπως τροποποιήθηκε με την Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου της 27.03.2015 (ΦΕΚ 35 Α), μετά την εκούσια καταβολή της πρώτης δόσης αυτής. Εξαίρεση στην περίπτωση καταβολής της πρώτης δόσης της ρύθμισης με εκούσια καταβολή συνιστά η δυνατότητα πίστωσης αυτής με τα αποδιδόμενα ποσά από κατασχετήρια που έχουν επιβληθεί αποκλειστικά στα χέρια πιστωτικών ιδρυμάτων ως τρίτων, εφόσον αυτά εισπράττονται εντός της προθεσμίας των τριών (3) εργασίμων ημερών από την υποβολή της αίτησης για υπαγωγή στη ρύθμιση και δεν πιστώνονται με άλλες οφειλές που δεν έχουν ρυθμιστεί ή πιστώνονται διαφορετικά κατά τις κείμενες διατάξεις. Σε περίπτωση που τα κατασχεμένα ποσά στα χέρια πιστωτικών ιδρυμάτων μετά την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας των άρθρων 30 Α και 32 του ν.δ. 356/1974 (ΚΕΔΕ) δεν έχουν αποδοθεί, επισπεύδεται η απόδοση αυτών εντός της ανωτέρω προθεσμίας των τριών εργασίμων ημερών από την υποβολή της αίτησης, με επιμέλεια του οφειλέτη.

- Ο συμψηφισμός κατά τις διατάξεις του άρθρου 42 του ΚΦΔ και του άρθρου 83 του ΚΕΔΕ, όπως ισχύουν, η απόδοση προϊόντος κατάσχεσης (με εξαίρεση την περίπτωση του ανωτέρω εδαφίου) πλειστηριασμού, πτωχευτικής διανομής ή άλλης μορφής συλλογικής εκτέλεσης και η παρακράτηση επί αποδεικτικού ενημερότητας ή βεβαίωσης οφειλής του άρθρου 12 του ΚΦΔ, όπως ισχύει, δεν αποτελούν εκούσια καταβολή, αλλά καλύπτουν δόση ή δόσεις της χορηγηθείσας ρύθμισης εφόσον αποδίδονται κατά τη διάρκεια εν ισχύ ρύθμισης και δεν πιστώνονται διαφορετικά κατά τις κείμενες διατάξεις.

ΙΙ. Φορείς είσπραξης.

Η καταβολή των δόσεων διενεργείται στους φορείς είσπραξης (συνεργαζόμενες Τράπεζες, Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, ΕΛ.ΤΑ.), χωρίς να επιβάλλεται στον οφειλέτη οικονομική επιβάρυνση, με την χρήση μοναδικού κωδικού πληρωμής (Ταυτότητα Ρυθμισμένης Οφειλής - Τ.Ρ.Ο.) ή σε υπηρεσία της Φορολογικής Διοίκησης (Δ.Ο.Υ. / Ελεγκτικό Κέντρο, Τελωνείο κατά περίπτωση).

Επισήμανση:

-Ο οφειλέτης πρέπει να απευθυνθεί στους φορείς είσπραξης εφόσον επιθυμεί τη σύσταση εντολής αυτόματης χρέωσης λογαριασμού για την καταβολή των δόσεων της ρύθμισης. Σε περίπτωση που υπάγονται στη νέα ρύθμιση οφειλές οι οποίες τελούσαν σε προηγούμενη ρύθμιση ή διευκόλυνση τμηματικής καταβολής οι δόσεις της οποίας καταβάλλονταν με εντολή αυτόματης χρέωσης λογαριασμού που τηρείται σε φορέα είσπραξης, ο φορολογούμενος θα πρέπει να απευθυνθεί στο φορέα είσπραξης, για την αλλαγή της εντολής.

ΙΙΙ. Αρμοδιότητα

Ως αρμόδιος για τη χορήγηση της ρύθμισης, την παρακολούθηση, την τήρηση των όρων της, την απώλεια αυτής, τη βεβαίωση της κύρωσης του άρθρου 15 του ν.4321/2015 και κάθε άλλη αναγκαία διαδικασία ορίζεται ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. ή του Τελωνείου ή άλλης Υπηρεσίας, ο οποίος είναι αρμόδιος για την επιδίωξη της είσπραξης της οφειλής.

Στην περίπτωση συναρμοδιότητας του Προϊσταμένου της Επιχειρησιακής Μονάδας Είσπραξης, αρμόδιος για τα ανωτέρω ορίζεται ο τελευταίος, ανεξαρτήτως του ύψους της ρυθμιζόμενης οφειλής.

ΕΝΟΤΗΤΑ Γ
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΥΠΑΓΩΓΗΣ ΣΤΗ ΡΥΘΜΙΣΗ

Ι. Ευεργετήματα υπέρ του οφειλέτη. Διακανονισμός πληρωμής.

i) Δυνατότητα καταβολής των οφειλών που ρυθμίζονται εφάπαξ ή σε έως εκατό (100) μηνιαίες δόσεις.

ii) Απαλλαγή κατά ποσοστό από πρόσθετους φόρους ή τέλη του Ν. 2523/1997, από τα πρόστιμα του άρθρου 58 και του άρθρου 54 του ν. 4174/2013, όταν αυτό το τελευταίο επιβάλλεται μετά από έλεγχο αντί του προστίμου του άρθρου 58, κατ' εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 6 του άρθρου 62 του ίδιου ως άνω νόμου, οπότε και συμβεβαιώνεται με την κύρια οφειλή, καθώς και από τις προσαυξήσεις και τους τόκους εκπρόθεσμης καταβολής που επιβαρύνουν τις ρυθμισμένες οφειλές (όπως έχουν διαμορφωθεί κατά την ημερομηνία της αίτησης υπαγωγής) ανάλογα με τον αριθμό των δόσεων της ρύθμισης.

Εφόσον καταβάλλεται προκαταβολή ποσού οφειλής, χορηγείται απαλλαγή επί των συνολικών προσαυξήσεων και τόκων εκπρόθεσμης καταβολής του προγράμματος ρύθμισης που θα επιλέξει.

Οι απαλλαγές τόκων και προσαυξήσεων υπολογίζονται επί του ποσού της αρχικής ρυθμισμένης οφειλής και πριν την απαλλαγή των πρόσθετων φόρων ή τελών του ν. 2523/1997 και των προστίμων μη υποβολής δήλωσης ή ανακριβούς δήλωσης του ν. 4174/2013 που συμβεβαιώνονται με την κύρια οφειλή.

Δεν διενεργείται απαλλαγή του αυτοτελούς προστίμου των διατάξεων του άρθρου 7 του ν. 2523/1997 και της παραγράφου 1 της ΥΠΟΠΑΡΑΓΡΑΦΟΥ Ε7 του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, για παραβάσεις που αφορούν τα τέλη κυκλοφορίας αυτοκινήτων οχημάτων.

Τέλος, για τις μη φορολογικές οφειλές είναι δυνατή μόνο η κατά ποσοστό απαλλαγή των κατά Κ.Ε.Δ.Ε. ή Κ.Φ.Δ. τόκων και προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής.

iii) Συγκεκριμένα, οι ρυθμιζόμενες οφειλές καταβάλλονται, εφάπαξ ή σε δόσεις ως εξής:

α) εφάπαξ, με απαλλαγή ποσοστού εκατό τοις εκατό (100%),

β) από δύο (2) έως και πέντε (5) μηνιαίες δόσεις, με απαλλαγή ποσοστού ενενήντα τοις εκατό (90%) ,

γ)από έξι (6) έως και δέκα (10) μηνιαίες δόσεις με απαλλαγή ποσοστού ογδόντα τοις εκατό (80%),

δ)από ένδεκα (11) έως και είκοσι (20) μηνιαίες δόσεις με απαλλαγή ποσοστού εβδομήντα πέντε τοις εκατό (75%),

ε)από είκοσι μία (21) έως και τριάντα (30) μηνιαίες δόσεις με απαλλαγή ποσοστού εβδομήντα τοις εκατό (70%)

στ)από τριάντα μία (31) έως και σαράντα (40) μηνιαίες δόσεις με απαλλαγή ποσοστού εξήντα πέντε τοις εκατό (65%),

ζ) από σαράντα μία (41) έως και πενήντα (50) μηνιαίες δόσεις με απαλλαγή ποσοστού εξήντα τοις εκατό (60%),

η) από πενήντα μία (51) έως και εξήντα (60) μηνιαίες δόσεις με απαλλαγή ποσοστού πενήντα πέντε τοις εκατό (55%),

θ) από εξήντα μία (61) έως και εβδομήντα (70) μηνιαίες δόσεις με απαλλαγή ποσοστού πενήντα τοις εκατό (50%),

ι) από εβδομήντα μία (71) έως και ογδόντα (80) μηνιαίες δόσεις με απαλλαγή ποσοστού σαράντα πέντε τοις εκατό (45%),

ια) από ογδόντα μία (81) έως και ενενήντα (90) μηνιαίες δόσεις με απαλλαγή ποσοστού σαράντα τοις εκατό (40%) και

ιβ)από ενενήντα μία (91) έως και εκατό (100) μηνιαίες δόσεις με απαλλαγή ποσοστού τριάντα τοις εκατό (30%).

Επισημάνσεις:

- Η διάρκεια της ρύθμισης των βεβαιωμένων οφειλών υπέρ αλλοδαπού δημοσίου κατόπιν αιτήσεων αμοιβαίας συνδρομής στην είσπραξη δεν δύναται να υπερβαίνει την ημερομηνία παραγραφής, όπως αυτή ορίζεται από το αλλοδαπό δημόσιο. Στην περίπτωση αυτή οι οφειλές προς το αλλοδαπό δημόσιο δύνανται, με αίτηση που υποβάλλεται στην αρμόδια υπηρεσία, να ρυθμίζονται με διαφορετική Ταυτότητα Ρυθμισμένης Οφειλής από τις λοιπές οφειλές.

- Τα πολλαπλά τέλη και πρόστιμα που έχουν βεβαιωθεί κατ' εφαρμογή των διατάξεων του Τελωνειακού Κώδικα υπάγονται στη ρύθμιση με απαλλαγή από τις προσαυξήσεις και τους τόκους εκπρόθεσμης καταβολής που τα επιβαρύνουν ανάλογα με τον αριθμό των δόσεων της ρύθμισης.

iv) Με την υπαγωγή και υπό την προϋπόθεση της τήρησης του προγράμματος ρύθμισης δεν υπολογίζονται τα πρόστιμα των άρθρων 57 και 59 του ΚΦΔ και του άρθρου 6 του ΚΕΔΕ.

Στην περίπτωση που επιβάλλεται ή έχει επιβληθεί το πρόστιμο του άρθρου 59 του ΚΦΔ, εφόσον ο φορολογούμενος υπαχθεί στη ρύθμιση και υπό την προϋπόθεση τήρησης του προγράμματος, το πρόστιμο αυτό διαγράφεται.

v) Το ελάχιστο ποσό δόσης ρύθμισης δεν μπορεί να είναι κατώτερο από 20€. Σε περίπτωση που υφίστανται οφειλές ληξιπρόθεσμες της 1η Μαρτίου 2015 σε περισσότερες της μίας Δ.Ο.Υ. ή σε περισσότερα του ενός Τελωνεία, το ελάχιστο ποσό δόσης διαμορφώνεται σε 10€. Σε κάθε περίπτωση οι δόσεις της ρύθμισης δεν μπορεί να είναι περισσότερες των εκατό (100).

III. Λήψη πιστοποιητικών

α) Στις περιπτώσεις στις οποίες απαιτείται η μνημόνευση και επισύναψη ή η προσκόμιση πιστοποιητικού ΕΝ.Φ.Ι.Α και ο φορολογούμενος έχει ανεξόφλητες οφειλές από διαφορετικές οφειλές, συμπεριλαμβανομένων Φ.Α.Π. και ΕΝ.Φ.Ι.Α., που έχουν υπαχθεί στη ρύθμιση, εφαρμόζεται η διαδικασία που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 5 της Πολ. 1004/02.01.2015 (ΦΕΚ 2Β') Απόφασης του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων.

Στις περιπτώσεις στις οποίες στο πιστοποιητικό του άρθρου 54Α αναγράφεται το οφειλόμενο ποσό του αναλογούντος φόρου (ΦΑΠ ή ΕΝΦΙΑ) και υπάρχει υποχρέωση απόδοσης του ποσού αυτού από το συμβολαιογράφο (παρ. 4 άρθρου 54 Α ν. 4174/2013), τότε εφαρμόζεται η διαδικασία της παραγράφου 2 του άρθρου 5 της Πολ. 1004/2.1.2015 Απόφασης του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων.

Ο επιμεριστικά αναλογών φόρος υπολογίζεται από το τμήμα συμμόρφωσης και σχέσεων με τους φορολογούμενους της Δ.Ο.Υ. και αναγράφεται, κατά τα οριζόμενα στην ανωτέρω απόφαση, στα υποδείγματα 3 και 5 αυτής με τα λοιπά στοιχεία βεβαίωσης του φόρου.
Προκειμένου να πιστωθούν / αποδοθούν τα ποσά του αναλογούντος επιμεριστικά φόρου για κάθε οφειλή από ΦΑΠ ή ΕΝΦΙΑ, πραγματοποιείται οίκοθεν από το τμήμα εσόδων διαχωρισμός της ρύθμισης και εκδίδονται αντίστοιχες Ταυτότητες Ρυθμισμένης Οφειλής. Με την απεικόνιση της πίστωσης / απόδοσης εκδίδεται νέα Ταυτότητα Ρυθμισμένης Οφειλής για το σύνολο των οφειλών, δηλαδή για αυτές από ΦΑΠ ή ΕΝΦΙΑ και τις λοιπές. Η τελευταία αυτή ρύθμιση, όπως και οι ενδιάμεσες, έχουν τα ευεργετήματα και τους όρους της αρχικής.

Ο φορολογούμενος ενημερώνεται για τις νέες Ταυτότητες Ρυθμισμένης Οφειλής από την αρμόδια Δ.Ο.Υ., στην περίπτωση που το πιστοποιητικό χορηγείται μετά την καταβολή του επιμεριστικά αναλογούντος φόρου στη Δ.Ο.Υ., και από την «Προσωποποιημένη Πληροφόρηση του φορολογούμενου» στο Ο.Π.Σ.ΤΑΧ!5ηβΙ, εφόσον αποδίδεται από το συμβολαιογράφο. Μέχρι την καταβολή από το συμβολαιογράφο του επιμεριστικά αναλογούντος φόρου και την έκδοση της νέας Ταυτότητας Ρυθμισμένης Οφειλής για το σύνολο των οφειλών, εφόσον απαιτείται καταβολή δόσης της ρύθμισης, αυτή καταβάλλεται για όλες τις επιμέρους ρυθμίσεις που έχουν δημιουργηθεί. Μετά την εξόφληση του αναλογούντος φόρου από το φορολογούμενο, το πιστοποιητικό χορηγείται άμεσα σε αυτόν, ενώ στην περίπτωση απόδοσης του επιμεριστικά αναλογούντος φόρου από το συμβολαιογράφο, το πιστοποιητικό χορηγείται άμεσα μετά την αναγραφή των Ταυτοτήτων Ρυθμισμένης Οφειλής στο πιστοποιητικό.

β) Η υπαγωγή στη ρύθμιση δεν επηρεάζει τον τρόπο χορήγησης του πιστοποιητικού του άρθρου 105 του Κώδικα Φορολογίας Κληρονομιών, Δωρεών, Γονικών Παροχών και Κερδών από τυχερά παίγνια, ο οποίος κυρώθηκε με το πρώτο άρθρο του ν. 2961/2001 (ΦΕΚ 266 Α'), συνεπώς δεν χορηγείται το εν λόγω πιστοποιητικό αν δεν έχει καταβληθεί ο επιμεριστικά αναλογών φόρος. Σε κάθε περίπτωση που καταβάλλεται από τον υπόχρεο επιμεριστικά αναλογών φόρος κληρονομιάς, δωρεάς ή γονικής παροχής καθώς και στις περιπτώσεις που υπάρχει υποχρέωση απόδοσης επιμεριστικά αναλογούντος φόρου, κατά τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 82 του ως άνω Κώδικα, είτε από συμβολαιογράφο είτε από άλλα πρόσωπα -όπως Τράπεζες εφόσον πρόκειται για απόδοση καταθέσεων- ακολουθείται η ανωτέρω αναφερθείσα διαδικασία για την περίπτωση α) ως προς την πίστωση / απόδοση των ποσών του αναλογούντος επιμεριστικά φόρου (διαχωρισμός ρύθμισης κ.λπ).

ΙV. Χορήγηση αποδεικτικού ενημερότητας.

Στον οφειλέτη που είναι συνεπής στη ρύθμιση δύναται να χορηγείται αποδεικτικό ενημερότητας των οφειλών του στη Φορολογική Διοίκηση, μηνιαίας διάρκειας (με παρακράτηση ποσοστού, όπου απαιτείται), εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις του άρθρου 12 του Κ.Φ.Δ. και της κατ' εξουσιοδότηση εκδοθείσας απόφασης ΓΓΔΕ Πολ. 1274/27.12.2013 (ΦΕΚ 3398 Β'), όπως ισχύουν.

Επισήμανση:

- Σε έκτακτες περιπτώσεις που για οποιαδήποτε αιτία δεν εμφανίζονται στο πληροφοριακό σύστημα των Δ.Ο.Υ. οι σχετικές πληρωμές, ο αιτών οφείλει να προσκομίζει στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. το σχετικό παραστατικό πληρωμής, για την αξιολόγηση του αιτήματος χορήγησης αποδεικτικού ενημερότητας.

V. Μη λήψη αναγκαστικών μέτρων είσπραξης.

1. Για οφειλές που έχουν υπαχθεί σε πρόγραμμα ρύθμισης και ο οφειλέτης συμμορφώνεται με το πρόγραμμα αυτής και εφόσον έχει ελεγχθεί η συνδρομή των ουσιαστικών προϋποθέσεων υπαγωγής και διατήρησής του, όπως αναφέρονται στα αντίστοιχα κεφάλαια της παρούσας, αναστέλλεται η λήψη αναγκαστικών μέτρων και η συνέχιση της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης εν γένει (π.χ. έκδοση προγράμματος πλειστηριασμού) επί κινητών ή ακινήτων. Η αναστολή αυτή δεν ισχύει για κατασχέσεις που έχουν επιβληθεί στα χέρια τρίτων ή έχουν εκδοθεί παραγγελίες κατάσχεσης, τα ποσά όμως που θα αποδίδονται από τις κατασχέσεις στα χέρια τρίτων καλύπτουν δόση ή δόσεις της ρύθμισης, εφόσον δεν πιστώνονται με άλλες οφειλές που δεν έχουν ρυθμιστεί. Με την απώλεια των ευεργετημάτων της ρύθμισης, τα μέτρα που έχουν ανασταλεί συνεχίζονται.

2. Οι ήδη επιβληθείσες κατασχέσεις στα χέρια τρίτων αίρονται, εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) έχει εξοφληθεί ποσοστό 25% της αρχικής βασικής βεβαιωμένης ρυθμιζόμενης οφειλής πριν από οποιαδήποτε απαλλαγή, στο οποίο δεν συμπεριλαμβάνεται το ποσό της προκαταβολής του άρθρου 15 του ν. 4321/2015,

β) έχει υποβληθεί σχετική αίτηση από τον οφειλέτη,

γ) έχει κατά περίπτωση εξεταστεί η συνδρομή της πλήρωσης των προϋποθέσεων υπαγωγής στη ρύθμιση και μη απώλειας αυτής, όπως αναφέρονται στα αντίστοιχα κεφάλαια της παρούσας,

δ) η επιβληθείσα κατάσχεση αφορά αποκλειστικά χρέη που έχουν υπαχθεί και εξοφληθεί στο πλαίσιο της παρούσας ρύθμισης και δεν περιλαμβάνει άλλα χρέη που δεν έχουν εξοφληθεί.

3. Λοιπές επιβληθείσες κατασχέσεις στα χέρια τρίτων για τις οποίες δεν συντρέχουν οι ανωτέρω προϋποθέσεις δεν αίρονται.

Με την επιφύλαξη των διατάξεων των τεσσάρων τελευταίων εδαφίων του άρθρου 13 του ν.4321/2015, όπως ισχύει, περί δυνατότητας πίστωσης υπό προϋποθέσεις ποσών από κατασχετήρια που έχουν επιβληθεί αποκλειστικά στα χέρια των πιστωτικών ιδρυμάτων για την εξόφληση μέρους της οφειλής με προκαταβολή ή την κάλυψη πρώτης δόσης της ρύθμισης, τα αποδιδόμενα ποσά από τις επιβληθείσες κατασχέσεις στα χέρια τρίτων, καθώς και από άλλες πράξεις εκτέλεσης (πχ απόδοση πλειστηριάσματος) λαμβάνονται υπόψη για την κάλυψη δόσης ή δόσεων της χορηγηθείσας ρύθμισης, εφόσον εισπράττονται κατά τη διάρκεια αυτής και δεν πιστώνονται σε άλλες οφειλές που δεν έχουν ρυθμιστεί ή πιστώνονται διαφορετικά κατά τις κείμενες διατάξεις. Διευκρινίζεται ότι ως τρόπος εξόφλησης της παραγράφου 2 του άρθρου 10 της Α.Υ.Ο. ΠΟΛ.1080/7.4.2015 νοείται κάθε ποσό που εισπράττεται από οποιαδήποτε αιτία, κατά τη διάρκεια ισχύος της ρύθμισης, εφόσον δεν πιστώνεται σε άλλες οφειλές που δεν έχουν ρυθμιστεί ή πιστώνονται διαφορετικά κατά τις κείμενες διατάξεις.

Ποσά που αποδίδονται από επιβληθείσες κατασχέσεις στα χέρια τρίτων πέραν του ανωτέρω ποσοστού δεν επιστρέφονται.
Ανεξάρτητα από τα παραπάνω, η Φορολογική Διοίκηση δύναται να εξετάζει αίτημα περιορισμού κατασχέσεων στα χέρια τρίτων, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 30 του ΚΕΔΕ . Σχετική και η εγκύκλιος Πολ. 1092/17.04.2014.

VI. Αναβολή εκτέλεσης ποινής.

Με την υπαγωγή και συμμόρφωση στη ρύθμιση τμηματικής καταβολής, αναβάλλεται η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε κατά τις διατάξεις του άρθρου 25 του ν.1882/1990, όπως ισχύει σήμερα, ή εφόσον άρχισε η εκτέλεσή, της διακόπτεται.

VII. Δικαιώματα του Δημοσίου.

Η Φορολογική Διοίκηση διατηρεί το δικαίωμα και μετά την υπαγωγή στη ρύθμιση:

α) να μη χορηγεί αποδεικτικό ενημερότητας για μεταβίβαση ακινήτου ή σύσταση εμπραγμάτου δικαιώματος επ' αυτού εφόσον δεν διασφαλίζονται τα συμφέροντά του Δημοσίου, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 12 του ΚΦΔ και την κατ'εξουσιοδότηση εκδοθείσα απόφαση ΓΓΔΕ Πολ. 1274/27.12.2013, όπως ισχύουν,

β) να εγγράφει υποθήκες σε περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη και των συνυποχρέων προσώπων, εφόσον η οφειλή δεν είναι ασφαλισμένη,

γ) να ορίζει ποσοστό παρακράτησης, στις περιπτώσεις που απαιτείται η προσκόμιση αποδεικτικού για είσπραξη χρημάτων από φορείς του Δημοσίου, το οποίο αναγράφεται επί του χορηγούμενου αποδεικτικού ενημερότητας κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 12 του ΚΦΔ και την κατ'εξουσιοδότηση εκδοθείσα απόφαση ΓΓΔΕ Πολ. 1274/27.12.2013, όπως ισχύουν,

δ) να προβαίνει σε συμψηφισμό των χρηματικών απαιτήσεων του οφειλέτη κατά του - εν στενή εννοία - Δημοσίου κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 42 του ΚΦΔ και στο άρθρο 83 του ΚΕΔΕ, όπως ισχύουν.

VIII. Απώλεια της ρύθμισης.

1. Η ρύθμιση απόλλυται, με συνέπεια την υποχρεωτική άμεση καταβολή του ληξιπρόθεσμου υπολοίπου της οφειλής σύμφωνα με τα στοιχεία βεβαίωσης και την άμεση επιδίωξη της είσπραξής του με όλα τα προβλεπόμενα από την ισχύουσα νομοθεσία μέτρα, εάν ο οφειλέτης:

α) κατά τη διάρκεια του πρώτου οκταμήνου της ρύθμισης δεν καταβάλει δύο (2) συνεχόμενες δόσεις ή

β) μετά την πάροδο του πρώτου οκταμήνου της ρύθμισης δεν καταβάλει τρεις (3) συνεχόμενες δόσεις ή

γ) καθυστερήσει την καταβολή της τελευταίας δόσης για χρονικό διάστημα τριών μηνών, ανεξαρτήτως του αριθμού των δόσεων της ρύθμισης ή

δ) δεν υποβάλλει τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος και Φ.Π.Α., εφόσον υπέχει σχετική υποχρέωση, καθ' όλη τη διάρκεια της ρύθμισης, το αργότερο εντός τριών (3) μηνών από την πάροδο της προθεσμίας υποβολής τους ή εντός τριών (3) μηνών από την ημερομηνία αίτησης για υπαγωγή στη ρύθμιση, εφόσον η προθεσμία υποβολής έχει παρέλθει πριν την υπαγωγή σε αυτή και υπήρχε υποχρέωση υποβολής των δηλώσεων κατά την τελευταία πενταετία προ της υπαγωγής.

Γενικώς, στην περίπτωση που διαπιστωθεί σε οποιοδήποτε στάδιο της ρύθμισης ότι δεν πληρούνται οι όροι των διατάξεων των άρθρων 1 - 17 του πρώτου κεφαλαίου του νόμου 4321/2015 και της Α.Υ.Ο. Πολ. 1080/07.04.2015, η ρύθμιση απόλλυται και ο οφειλέτης χάνει τα ευεργετήματα της ρύθμισης.

Εάν η απώλεια της ρύθμισης επέλθει εντός της προθεσμίας υποβολής αίτησης για υπαγωγή στη ρύθμιση, ο οφειλέτης δύναται να υποβάλει εκ νέου αίτηση και να υπαχθεί σε πρόγραμμα ρύθμισης του άρθρου 1 του ν.4321/2015.

Η τυχόν εν μέρει ή εν όλω απόρριψη ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων ή της ενδικοφανούς προσφυγής από τη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών δεν συνεπάγεται την απώλεια των απαλλαγών από πρόσθετους φόρους, τέλη, πρόστιμα, προσαυξήσεις και τόκους εκπρόθεσμης καταβολής του άρθρου 1, καθώς και των λοιπών ευεργετημάτων του ν. 4321/2015.

IX. Αναστολή παραγραφής χρεών.

Η παραγραφή των οφειλών για τις οποίες υποβάλλεται αίτηση υπαγωγής στη ρύθμιση αναστέλλεται από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης και για ολόκληρο το χρονικό διάστημα που αφορά η ρύθμιση ανεξαρτήτως καταβολής οποιουδήποτε ποσού και δεν συμπληρώνεται πριν παρέλθει ένα (1) έτος από τη λήξη της τελευταίας δόσης αυτής.

ΕΝΟΤΗΤΑ Δ
ΛΟΙΠΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΡΥΘΜΙΣΗΣ

I . Τόκος.

- Οι υπαχθείσες στη ρύθμιση οφειλές δεν επιβαρύνονται εφεξής με προσαυξήσεις ή τόκους εκπρόθεσμης καταβολής κατά Κ.Ε.Δ.Ε. και κατά Κ.Φ.Δ.

- Βασική οφειλή άνω των 5.000€ που υπάγεται σε ρύθμιση επιβαρύνεται με τόκο 3% ετησίως, ήτοι 0.25% ανά μήνα.

Επισήμανση : Το όριο των 5.000€ αφορά σε βασική ρυθμιζόμενη οφειλή κατά το άρθρο 1 του ν.4321/2015, ανά υπηρεσία στην οποία είναι βεβαιωμένη η οφειλή και ανά ρύθμιση. Εφόσον καταβάλλεται προκαταβολή το όριο των 5.000 ευρώ διαμορφώνεται μετά την αφαίρεση της προκαταβολής.

ΙΙ. Εκπρόθεσμη καταβολή δόσης.

Στην περίπτωση καθυστέρησης δόσης, αυτή πρέπει να καταβληθεί με επιβάρυνση 0,25% ανά μήνα καθυστέρησης.

ΙΙΙ. Δυνατότητα αλλαγής προγράμματος ρύθμισης.

1) Εφόσον ο οφειλέτης επιθυμεί σε οποιοδήποτε στάδιο της ρύθμισης να εξοφλήσει εφάπαξ τις υπόλοιπες δόσεις των ρυθμισμένων οφειλών ή σε περίπτωση εξόφλησης του συνόλου της οφειλής με οποιοδήποτε τρόπο, ο οφειλέτης θα τύχει απαλλαγής επί του εναπομείναντος ποσού των πρόσθετων φόρων ή τελών του Ν. 2523/1997, προστίμων μη υποβολής δήλωσης ή ανακριβούς δήλωσης του Ν. 4174/2013 (ΚΦΔ) που έχουν συμβεβαιωθεί με την κύρια οφειλή και από τις προσαυξήσεις και τους τόκους εκπρόθεσμης καταβολής που τις επιβαρύνουν κατά ποσοστό ίσο με αυτό που αντιστοιχεί στον αριθμό των μηνιαίων δόσεων σύμφωνα με το νέο πρόγραμμα ρύθμισης, που τελικά διαμορφώνεται.

2) Ο οφειλέτης που έχει υπαχθεί σε πρόγραμμα ρύθμισης οφειλών των άρθρων 1-17 του ν. 4321/2015, δύναται με αίτησή του στην αρμόδια υπηρεσία να επιλέξει την υπαγωγή του σε άλλο πρόγραμμα ρύθμισης της ίδιας περίπτωσης, με μεγαλύτερο ή μικρότερο αριθμό δόσεων για το υπόλοιπο προς καταβολή ποσό και υπό τις ίδιες προϋποθέσεις. Στην περίπτωση αυτή θα τύχει ποσοστού απαλλαγής για το ποσό που εντάσσεται στο νέο πρόγραμμα ρύθμισης, η οποία λαμβάνει νέα ταυτότητα πληρωμής (Τ.Ρ.Ο.), αποτελεί δε συνέχεια της αρχικής ρύθμισης.

Επισήμανση :

-Σε καμία περίπτωση αλλαγής προγράμματος ρύθμισης ο συνολικός αριθμός μηνιαίων δόσεων δεν μπορεί να υπερβαίνει τις εκατό (100), υπολογιζόμενος από την πρώτη δόση του αρχικού προγράμματος ρύθμισης.

ΙV. Εξόφληση μέρους της οφειλής με προκαταβολή

1. Η αίτηση-δήλωση για προκαταβολή ρύθμισης με χορήγηση ισόποσης απαλλαγής σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 15 του ν.4321/2015 υποβάλλεται ηλεκτρονικά μέσω διαδικτυακής εφαρμογής για όλες τις περιπτώσεις που αυτό υποστηρίζεται τεχνικά. Σε περίπτωση που υφίσταται τεχνική αδυναμία διαδικτυακής υποστήριξης, η αίτηση υποβάλλεται στη Δ.Ο.Υ. ή Τελωνείο ή άλλη Υπηρεσία, ο Προϊστάμενος της οποίας είναι αρμόδιος για την επιδίωξη της είσπραξης της οφειλής.

2. Η αίτηση-δήλωση για προκαταβολή ρύθμισης και για υπαγωγή της υπολειπόμενης οφειλής σε ρύθμιση δύναται να υποβληθεί έως και την 26η Ιουνίου 2015.

3. Το ελάχιστο ποσό προκαταβολής δεν μπορεί να είναι κατώτερο των διακοσίων ευρώ (200€). Σε περίπτωση που υφίστανται ληξιπρόθεσμες την 1η Μαρτίου 2015 οφειλές βεβαιωμένες σε περισσότερες της μίας Δ.Ο.Υ. ή σε περισσότερα του ενός Τελωνεία, το ελάχιστο ποσό προκαταβολής διαμορφώνεται σε εκατό ευρώ (100€). Η προκαταβολή είναι καταβλητέα άπαξ, με εκούσια καταβολή, μέσα σε τρεις (3) εργάσιμες ημέρες από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης. Εξαίρεση στην περίπτωση καταβολής της προκαταβολής με εκούσια καταβολή συνιστά η δυνατότητα πίστωσης αυτής με τα αποδιδόμενα ποσά από κατασχετήρια που έχουν επιβληθεί αποκλειστικά στα χέρια πιστωτικών ιδρυμάτων ως τρίτων, εφόσον αυτά εισπράττονται εντός της προθεσμίας των τριών (3) εργασίμων ημερών από την υποβολή της αίτησης - δήλωσης για προκαταβολή και για υπαγωγή της υπολειπόμενης οφειλής σε ρύθμιση και δεν πιστώνονται με άλλες οφειλές που δεν έχουν ρυθμιστεί ή πιστώνονται διαφορετικά κατά τις κείμενες διατάξεις. Σε περίπτωση που τα κατασχεμένα ποσά στα χέρια πιστωτικών ιδρυμάτων μετά την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας των άρθρων 30 Α και 32 του ν.δ. 356/1974 (ΚΕΔΕ) δεν έχουν αποδοθεί, επισπεύδεται η απόδοση αυτών εντός της ανωτέρω προθεσμίας των τριών εργασίμων ημερών από την υποβολή της αίτησης - δήλωσης για προκαταβολή και για υπαγωγή της υπολειπόμενης οφειλής σε ρύθμιση, με επιμέλεια του οφειλέτη.

4. Η υπολειπόμενη οφειλή υπάγεται υποχρεωτικά σε πρόγραμμα δόσεων ρύθμισης του άρθρου 1 του ν. 4321/2015. Οι δόσεις της ρύθμισης είναι καταβλητέες έως την τελευταία εργάσιμη ημέρα των μηνών που έπονται της προκαταβολής. Η προκαταβολή δεν προσμετράται στον αριθμό των δόσεων της ρύθμισης.

5. Εφόσον η προκαταβολή είναι ίση ή μεγαλύτερη από την πρώτη δόση της ρύθμισης ο οφειλέτης τυγχάνει των ευεργετημάτων της ρύθμισης σύμφωνα με το άρθρο 11 του ν. 4321/2015, όπως η χορήγηση αποδεικτικού ενημερότητας κατά το άρθρο 12 του ΚΦΔ.

6. Η καταβολή της προκαταβολής διενεργείται στους φορείς είσπραξης (Τράπεζες, ΕΛ.ΤΑ.) με τη χρήση μοναδικού κωδικού πληρωμής ή σε υπηρεσία της Φορολογικής Διοίκησης (Δ.Ο.Υ. / Ελεγκτικό Κέντρο, Τελωνείο).

7. Εφόσον ο οφειλέτης δεν καταβάλει εμπρόθεσμα οποιαδήποτε από τις δέκα (10) πρώτες δόσεις της ρύθμισης που έπονται της προκαταβολής ή, στην περίπτωση που οι δόσεις της ρύθμισης είναι λιγότερες των δέκα, δεν καταβάλει εμπρόθεσμα οποιαδήποτε από αυτές ή επέλθει απώλεια της ρύθμισης με υπαιτιότητα του οφειλέτη για οποιοδήποτε λόγο, βεβαιώνεται σε βάρος του οφειλέτη, ο οποίος έχει υποβάλει την αίτηση, στον Κ.Α.Ε 3739, ποσό ίσο με την απαλλαγή που του χορηγήθηκε κατά την καταβολή της προκαταβολής. Η ως άνω μη εμπρόθεσμη καταβολή μιας δόσης δεν συνεπάγεται άνευ ετέρου και την απώλεια της ρύθμισης.

8. Για την εφαρμογή των οριζομένων στην προηγούμενη παράγραφο απαιτείται σύνταξη χρηματικού καταλόγου από το αρμόδιο για την παρακολούθηση της ρύθμισης όργανο, ο οποίος αποστέλλεται προς βεβαίωση και είσπραξη κατά τις διατάξεις του ΚΕΔΕ στην υπηρεσία όπου είναι βεβαιωμένες οι ρυθμισμένες οφειλές. Τα ανωτέρω δύνανται να υλοποιηθούν και με μαζικούς χρηματικούς καταλόγους, τοπικά ή κεντρικά, όταν δημιουργηθεί η κατάλληλη μηχανογραφική εφαρμογή.

ΕΝΟΤΗΤΑ Ε
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 57 ΤΟΥ ΚΦΔ ΚΑΙ 6 ΤΟΥ ΚΕΔΕ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΤΙΜΩΝ ΕΚΠΡΟΘΕΣΜΗΣ ΚΑΤΑΒΟΛΗΣ (ΑΡΘΡΟ 19 ΤΟΥ Ν. 4321/2015)

Οι οφειλές που καταχωρίζονται στα βιβλία εισπρακτέων εσόδων της Φορολογικής Διοίκησης από την 21η Μαρτίου 2015 (ημερομηνία έναρξης ισχύος του ν. 4321/2015) και εφεξής δεν επιβαρύνονται με το πρόστιμο εκπρόθεσμης καταβολής (10%, 20%, 30%) του άρθρου 57 του ΚΦΔ και του άρθρου 6 του ΚΕΔΕ. Τα ως άνω πρόστιμα υπολογίζονται κατά την είσπραξη για οφειλές που έχουν καταχωρισθεί στα βιβλία εισπρακτέων εσόδων της Φορολογικής Διοίκησης έως και την 20η Μαρτίου 2015.


ΥΠΟΒΟΛΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΩΝ ΔΗΛΩΣΕΩΝ: ΠΑΡΑΤΑΣΗ

..ΕΩΣ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΙΟΥΛΙΟΥ οι δηλώσεις επαγγελματιών, ατομικών επιχειρήσεων και άλλων νομικών προσώπων.

ΚΩΔΙΚΑΣ ΦΠΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΟΠΟ ΠΑΡΟΧΗΣ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ


Πολ. 1119/10.06.2015 

Εφαρμογή της απαλλακτικής διάταξης του άρθρου 27.1.δ' και ε' του Κώδικα ΦΠΑ σε σχέση με το άρθρο 14 του ίδιου Κώδικα για τον τόπο παροχής των υπηρεσιών

ΕΦΑΡΜΟΖΟΜΕΝΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ:

- Το άρθρο 14 του Κώδικα ΦΠΑ (ν.2859/2000), όπως ισχύει για τον τόπο παροχής των υπηρεσιών και ειδικότερα η περίπτωση α' της παραγράφου 2 αυτού για παροχές προς υποκείμενους στο φόρο.

- Το άρθρο 27 παρ. 1 περίπτωση δ' και ε' του ίδιου Κώδικα για υπηρεσίες που απαλλάσσονται εφόσον πρόκειται για εργασίες κατασκευής, μετατροπής, επισκευής και συντήρησης πλοίων των οποίων η παράδοση ή η εισαγωγή απαλλάσσεται σύμφωνα με τις διατάξεις της περίπτωσης α' της παρ. 1 του ίδιου άρθρου ή προορίζονται για τις άμεσες ανάγκες τους.

- Η Απόφαση Π.8271/4897/ΠΟΛ 366/18.12.1987 (ΦΕΚ 3Β'/8.1.1988) και συγκεκριμένα τα άρθρα 31, 37 και 38 με τα οποία καθορίζεται η διαδικασία για την χορήγηση των απαλλαγών που προβλέπονται στις περιπτώσεις 27.1.δ' και ε'.

- Ο Εκτελεστικός Κανονισμός 282/2011 του Συμβουλίου για την εφαρμογή της Οδηγίας ΦΠΑ, όπως τροποποιείται από 01.01.2015 με τον Εκτελεστικό Κανονισμό 1042/2013.

1. Γενική αρχή για την εφαρμογή των απαλλαγών που προβλέπονται στην Οδηγία ΦΠΑ είναι ότι, αρμόδια για την χορήγησή τους (εξέταση των προϋποθέσεων, καθορισμός διαδικασίας κλπ) είναι η φορολογική αρχή της χώρας εκείνης στο εσωτερικό της οποίας βρίσκεται ο τόπος παροχής της πράξης για την οποία ζητείται απαλλαγή. Ο καθορισμός του τόπου παροχής δηλαδή, σύμφωνα με τους εκάστοτε εφαρμοζόμενους κανόνες, προηγείται της εξέτασης των προϋποθέσεων για την χορήγηση απαλλαγής.

Ο τόπος παροχής και, κατ' επέκταση, φορολογίας των υπηρεσιών καθορίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 14 του Κώδικα ΦΠΑ, όπως ισχύει από 01.01.2010 και εξής. Σύμφωνα με τον Γενικό Κανόνα της περίπτωσης α' της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού, ο οποίος εφαρμόζεται εφόσον το είδος των παρεχόμενων υπηρεσιών δεν εμπίπτει σε κάποιον ειδικότερο κανόνα που αναφέρεται στις λοιπές παραγράφους του εν λόγω άρθρου, όταν ο λήπτης των υπηρεσιών είναι υποκείμενος στο φόρο, η παροχή υπηρεσιών υπάγεται σε ΦΠΑ στη χώρα εγκατάστασής του.

Στην έννοια του «υποκείμενου στο φόρο λήπτη» για τις ανάγκες εφαρμογής του Γενικού Κανόνα της παραγράφου 2.α', περιλαμβάνονται όσοι:

- είναι εγκατεστημένοι στο εσωτερικό της Ε.Ε. και διαθέτουν ΑΦΜ/ΦΠΑ σε κράτος μέλος, ο οποίος επαληθεύεται στο σύστημα V.I.E.S.,

- είναι εγκατεστημένοι σε χώρες εκτός Ε.Ε. και ασκούν οικονομική δραστηριότητα κατά την έννοια των διατάξεων του ΦΠΑ, ανεξάρτητα εάν το φορολογικό σύστημα της χώρας τους προβλέπει και κάποιου τύπου Φόρο Προστιθέμενης Αξίας ή όχι (στις περιπτώσεις που κάτι τέτοιο προβλέπεται δεν πρόκειται για τον κοινοτικό ΦΠΑ),

- ενεργούν υπό την ιδιότητά τους ως υποκείμενοι στο φόρο, από την άποψη ότι λαμβάνουν υπηρεσίες που προορίζονται για τους σκοπούς της οικονομικής τους δραστηριότητας (επαγγελματική χρήση) κι όχι για ιδιωτική χρήση ή για χρήση από το προσωπικό τους. Για τον προσδιορισμό της ιδιότητας του λήπτη ισχύουν οι διατάξεις των άρθρων 17 έως και 19 του Εκτελεστικού Κανονισμού 282/2011 του Συμβουλίου, όπως τροποποιούνται από 01.01.2015 με τον Εκτελεστικό Κανονισμό 1042/2013.

2. Με την περίπτωση α' της παραγράφου 1 του άρθρου 27 του Κώδικα ΦΠΑ καθορίζονται τα πλοία των οποίων η παράδοση ή η εισαγωγή στο εσωτερικό της χώρας δύναται να απαλλάσσεται, ενώ εξαιρούνται ρητά τα πλοία ιδιωτικής χρήσης που προορίζονται για αναψυχή ή αθλητισμό.

Με την περίπτωση δ' απαλλάσσονται οι εργασίες κατασκευής, μετατροπής επισκευής και συντήρησης των παραπάνω μεταφορικών μέσων, ενώ με την περίπτωση ε', απαριθμούνται - ενδεικτικά - υπηρεσίες που θεωρούνται απαραίτητες για την εξυπηρέτηση των άμεσων αναγκών τους, για την παροχή των οποίων προβλέπεται επίσης απαλλαγή από τον φόρο.

Είναι προφανές ότι οι απαλλαγές των παραπάνω περιπτώσεων χορηγούνται μόνο σε επιχειρήσεις πλοιοκτήτριες, εκμεταλλεύτριες ή διαχειρίστριες των συγκεκριμένων πλοίων, οι οποίες εμπίπτουν σε κάθε περίπτωση στην έννοια του «υποκείμενου» όπως αναλύθηκε παραπάνω.

3. Οι ανωτέρω υπηρεσίες επισκευής, συντήρησης, ρυμούλκησης, πραγματογνωμοσύνης κλπ που αναφέρονται - ενδεικτικά - στο άρθρο 27.1.δ' και ε' του Κώδικα ΦΠΑ, όταν παρέχονται προς υποκείμενους στο φόρο λήπτες, εμπίπτουν στις διατάξεις του άρθρου 14.2.α' του Κώδικα ΦΠΑ (τόπος παροχής η χώρα του λήπτη), ενώ όταν παρέχονται προς μη υποκείμενους λήπτες φορολογούνται κυρίως βάσει του άρθρου 14.9 του Κώδικα αυτού στον τόπο της υλικής εκτέλεσής τους ως εργασίες επί κινητών ενσώματων αγαθών ή, σε άλλες περιπτώσεις, βάσει του άρθρου 14.2.β' στον τόπο εγκατάστασης του παρέχοντος. Εξαιρούνται οι υπηρεσίες που αφορούν στη χρήση λιμανιών (π.χ. υπηρεσίες ελλιμενισμού σκαφών), ο τόπος παροχής των οποίων καθορίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 14.4 λόγω του ότι αποτελούν υπηρεσίες συναφείς με ακίνητο.

Στις περιπτώσεις που, βάσει των διατάξεων του άρθρου 14.2.α' του Κώδικα ΦΠΑ, ο τόπος φορολογίας των υπηρεσιών αυτών βρίσκεται στο εσωτερικό της χώρας, (όταν δηλαδή ο υποκείμενος λήπτης είναι εγκατεστημένος στην Ελλάδα), έχει εφαρμογή για την χορήγηση της απαλλαγής της περίπτωσης 27.1.δ' η διαδικασία που περιγράφεται στο άρθρο 31 της απόφασης Π.8271/4897/ΠΟΛ 366/18.12.1987, ενώ για τις υπηρεσίες της περίπτωσης 27.1.ε' του ίδιου άρθρου η διαδικασία που περιγράφεται στα άρθρα 37 και 38 της απόφασης αυτής.

Ειδικότερα, η διαδικασία για τη χορήγηση των ανωτέρω απαλλαγών εφαρμόζεται στις εξής περιπτώσεις:

i. Όταν ελληνικές επιχειρήσεις παροχής των συγκεκριμένων υπηρεσιών τιμολογούν άλλες ελληνικές επιχειρήσεις οι οποίες είναι πλοιοκτήτριες, εκμεταλλεύτριες ή διαχειρίστριες πλοίων τα οποία απαλλάσσονται με την περ. 27.1.α'. Προκειμένου ο Έλληνας πάροχος να μην επιβαρύνει με ελληνικό ΦΠΑ την πράξη αυτή και να τεκμηριώνει την εφαρμογή της απαλλαγής, θα πρέπει να έχει στην κατοχή του την βεβαίωση του πλοιάρχου ή του κυβερνήτη του σκάφους η οποία προβλέπεται, είτε στο άρθρο 38 της απόφασης, και από την οποία να προκύπτει ο επαγγελματικός προορισμός του πλοίου και ότι διενεργεί πράγματι πλόες ανοικτής θαλάσσης, είτε στο άρθρο 31 της απόφασης από την οποία να προκύπτει εκτός των ανωτέρω και το είδος των υπηρεσιών που παρασχέθηκαν. Εφόσον πρόκειται για επαγγελματικό πλοίο αναψυχής θα πρέπει να αποδεικνύεται ότι πρόκειται για πλοίο αναψυχής του ν.2743/1999 ή του ν.4256/2014.

ii. Όταν οι συγκεκριμένες υπηρεσίες παρέχονται στους παραπάνω Έλληνες λήπτες όχι από ελληνικές αλλά από αλλοδαπές επιχειρήσεις εγκατεστημένες είτε σε άλλα κράτη μέλη ή σε χώρες εκτός Ε.Ε.. Στις περιπτώσεις αυτές τα φορολογικά στοιχεία που εκδίδονται από τον αλλοδαπό πάροχο δεν περιλαμβάνουν ΦΠΑ επειδή ο τόπος φορολόγησης βρίσκεται στη χώρα του λήπτη (Ελλάδα) και ο φόρος αποδίδεται από αυτόν με αντιστροφή της υποχρέωσης.

Ο Έλληνας λήπτης στην περίπτωση αυτή δύναται να εφαρμόσει την απαλλαγή των περ. 27.1.δ'ή ε', όπως δικαιούται, τηρώντας σε κάθε περίπτωση τα αποδεικτικά για την τεκμηρίωσή της, ενώ δεν θα συμπεριλάβει τη συναλλαγή στην περιοδική του δήλωση και δεν θα υποβάλει ανακεφαλαιωτικό πίνακα στην περίπτωση που ο πάροχος είναι κοινοτικός υποκείμενος. Ο τελευταίος σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να ενημερώνεται σχετικά με την μη υποχρέωση υποβολής ανακεφαλαιωτικού πίνακα και από την πλευρά του (επειδή η πράξη απαλλάσσεται στο κράτος μέλος φορολογίας της), έτσι ώστε να μην προκύψουν προβλήματα κατά την διασταύρωση των πινάκων αυτών.

4. Κατ' αναλογία, στην περίπτωση όπου οι ανωτέρω υπηρεσίες παρέχονται από ελληνικές προς αλλοδαπές επιχειρήσεις οι οποίες εκμεταλλεύονται πλοία, εγκατεστημένες εντός ή εκτός της Ε.Ε., η παροχή των εν λόγω υπηρεσιών σε κάθε περίπτωση δεν επιβαρύνεται με ελληνικό ΦΠΑ επειδή ο τόπος παροχής δεν βρίσκεται στο εσωτερικό της χώρας αλλά στη χώρα εγκατάστασης του υποκείμενου λήπτη, σύμφωνα με το άρθρο 14.2.α' του Κώδικα ΦΠΑ. Εάν ο λήπτης είναι εγκατεστημένος στην Ε.Ε., από την απαλλαγή ή μη της υπηρεσίας στο εσωτερικό του κράτους μέλους εγκατάστασής του λήπτη εξαρτάται η υποβολή ή μη ανακεφαλαιωτικού πίνακα για την εν λόγω παροχή υπηρεσιών από την ελληνική επιχείρηση.

Για την διασφάλιση της ορθής εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 14.2.α' κατά τα ανωτέρω και για ελεγκτικούς σκοπούς θα πρέπει, ειδικά στην περίπτωση πλοίων αναψυχής (π.χ. ιστιοφόρα, θαλαμηγοί) να προκύπτει η επαγγελματική χρήση τους . Προς το σκοπό αυτό θα πρέπει είτε στις συμβάσεις παροχής των υπηρεσιών που συνάπτονται μεταξύ των Ελλήνων παρόχων και των αλλοδαπών πελατών τους ή σε άλλα έγγραφα παραγγελιών ή συμφωνιών, να περιλαμβάνεται μία δήλωση εκ μέρους του λήπτη ότι οι υπηρεσίες που λαμβάνει προορίζονται για επαγγελματική χρήση.

5. Στην περίπτωση όμως που οι υπηρεσίες συντήρησης, επισκευής, ρυμούλκησης κλπ παρέχονται προς αλλοδαπούς λήπτες μη υποκείμενους στο φόρο ή υποκείμενους που λαμβάνουν υπηρεσία για ιδιωτική χρήση (π.χ. σκάφος αναψυχής), ο τόπος φορολογίας των υπηρεσιών αυτών συμπίπτει με τον τόπο υλικής τους εκτέλεσης ή με τον τόπο εγκατάστασης του παρέχοντος τις υπηρεσίες αυτές, κατά περίπτωση. Αν εκτελούνται υλικά στο εσωτερικό της χώρας μας ή αν παρέχονται από εγκατεστημένο εντός Ελλάδος υποκείμενο, υπάγονται σε ΦΠΑ στην Ελλάδα και δεν εμπίπτουν στις απαλλαγές του άρθρου 27.

6. Όσον αφορά στις υπηρεσίες που αφορούν στη χρήση λιμανιών, όπως οι υπηρεσίες ελλιμενισμού σκαφών, πρόκειται για υπηρεσίες που υπάγονται σε ΦΠΑ στον τόπο που βρίσκεται το λιμάνι (ακίνητο) ως υπηρεσίες στενά συνδεόμενες με ακίνητο, ανεξάρτητα από τον τόπο εγκατάστασης ή την ιδιότητα του λήπτη των υπηρεσιών αυτών. Κατά συνέπεια, εφόσον πρόκειται για λιμάνι εντός Ελλάδος, οι υπηρεσίες αυτές υπάγονται σε ΦΠΑ στο εσωτερικό της χώρας μας κατ' εφαρμογή του άρθρου 14.4.α' του Κώδικα ΦΠΑ. Στην περίπτωση αυτή, η απαλλαγή του άρθρου 27.1.ε' εφαρμόζεται σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 37 και 38 της απόφασης Π.8271/4897/ΠΟΛ 366/18.12.1987.

7. Τέλος, θα πρέπει να καταστεί σαφές ότι στην περίπτωση που οι επίμαχες υπηρεσίες έχουν μεν ως τόπο παροχής την Ελλάδα αλλά παρέχονται για τις ανάγκες πλοίων τα οποία δεν πληρούν τις προϋποθέσεις για τις απαλλαγές του άρθρου 27.1.α' (π.χ. όταν ο λήπτης είναι μη υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο ή πρόκειται για ελληνικό πλοίο το οποίο είναι μεν επαγγελματικό αλλά δεν δραστηριοποιείται σε ανοιχτή θάλασσα κλπ) οι πράξεις αυτές επιβαρύνονται με ελληνικό ΦΠΑ.

8. Συνοψίζοντας τα παραπάνω, για την απαλλαγή των υπηρεσιών που προβλέπονται στις περιπτώσεις 27.1.δ' και ε' του Κώδικα ΦΠΑ, ισχύουν τα εξής:

α. η απαλλαγή αφορά μόνο σε εκείνα τα πλοία των οποίων η παράδοση ή εισαγωγή απαλλάσσεται σύμφωνα με την περίπτωση α' της παρ. 1 του άρθρου 27,

β. για την χορήγηση της απαλλαγής αρμόδιο είναι το κράτος μέλος εντός του οποίου βρίσκεται ο τόπος φορολογίας της υπηρεσίας για την οποία η απαλλαγή αυτή ζητείται,

γ. ο τόπος φορολογίας των υπηρεσιών προς υποκείμενο στο φόρο που ενεργεί με την ιδιότητά του αυτή, μετά την 1.1.2010 είναι η χώρα εγκατάστασης του λήπτη σύμφωνα με το άρθρο 14.2.α' του Κώδικα ΦΠΑ.

δ. η διαδικασία χορήγησης της απαλλαγής που προβλέπεται με την Απόφαση Π.8271/4897/ΠΟΛ 366/18.12.1987 έχει εφαρμογή στις περιπτώσεις που οι λήπτες είναι υποκείμενοι και είναι ελληνικές επιχειρήσεις,

ε. όταν ο λήπτης είναι υποκείμενος δεν εξετάζεται ο τόπος υλικής εκτέλεσης της πράξης αλλά μόνο η χώρα εγκατάστασής του,

στ. όταν ο λήπτης είναι μη υποκείμενος ή όταν είναι μεν υποκείμενος αλλά δεν ενεργεί με την ιδιότητά του αυτή, δεν έχει εφαρμογή καμία από τις απαλλαγές του άρθρου 27,

ζ. οι υπηρεσίες ελλιμενισμού έχουν ως τόπο φορολογίας την χώρα που βρίσκεται το λιμάνι (ως συνδεόμενες με ακίνητο) και για την τυχόν εφαρμογή της απαλλαγής του άρθρου 27 λαμβάνεται υπόψη η ιδιότητα του λήπτη.

ΦΠΑ ΜΙΚΡΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ: ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ


ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ

Θέμα: Κοινοποίηση των διατάξεων του άρθρου 251 του ν.4281/2014 σχετικά με την απαλλαγή των μικρών επιχειρήσεων και παροχή σχετικών διευκρινίσεων. 

Κοινοποιούνται οι διατάξεις του άρθρου 251 του ν.4281/2014 «Μέτρα στήριξης και ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, οργανωτικά θέματα Υπουργείου Οικονομικών και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α' 160/08.08.2014), με τις οποίες προβλέπεται απαλλαγή από το ΦΠΑ των μικρών επιχειρήσεων, και παρέχονται οι ακόλουθες οδηγίες για την ορθή και ομοιόμορφη εφαρμογή τους:

Με τις διατάξεις του άρθρου 251 του ν.4281/2014 αντικαθίσταται το άρθρο 39 του Κώδικα ΦΠΑ. Με τις νέες διατάξεις του άρθρου 39 προβλέπεται απαλλαγή από την υποχρέωση υποβολής δήλωσης ΦΠΑ και καταβολής του φόρου αυτού για τους υποκειμένους οι οποίοι κατά την προηγούμενη διαχειριστική περίοδο πραγματοποίησαν ακαθάριστα έσοδα μέχρι δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ, χωρίς στο ποσό αυτό να περιλαμβάνεται φόρος προστιθέμενης αξίας (μικρές επιχειρήσεις).

Με την ανωτέρω ρύθμιση μειώνεται το διοικητικό κόστος που προκύπτει τόσο για τη Φορολογική Διοίκηση όσο και για τις μικρές επιχειρήσεις όσον αφορά στη συμμόρφωση των τελευταίων και την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους με το κανονικό καθεστώς ΦΠΑ. Επίσης, ευνοείται, συγκριτικά με τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις, η ανταγωνιστικότητα των μικρών επιχειρήσεων, καθώς δεν υποχρεούνται να επιβάλλουν ΦΠΑ στις παραδόσεις αγαθών και στις παροχές υπηρεσιών που πραγματοποιούν.

Η προβλεπόμενη από τις διατάξεις αυτές απαλλαγή ισχύει από την έναρξη της διαχειριστικής περιόδου και μέχρι τη λήξη αυτής, είναι προαιρετική και εφαρμόζεται κατ' επιλογή των υποκειμένων, υπό τον όρο ότι πληρούται το κριτήριο των ακαθάριστων εσόδων. 
Οι επιχειρήσεις που επιλέγουν την απαλλαγή τους από το ΦΠΑ κατ' εφαρμογή του άρθρου 39 δεν επιβαρύνουν με ΦΠΑ τις παραδόσεις αγαθών και τις παροχές υπηρεσιών που πραγματοποιούν καθ' όλη τη διάρκεια της διαχειριστικής περιόδου και δεν ασκούν δικαίωμα έκπτωσης του ΦΠΑ των εισροών τους. Το αυτό ισχύει και σε περίπτωση που εντός της χρήσης η απαλλασσόμενη επιχείρηση ξεκινήσει και άλλη δραστηριότητα ή επεκτείνει τις δραστηριότητες της κατά τρόπο που εκτιμάται ότι θα τις αποφέρει αυξημένα έσοδα. Σημειώνεται ότι η υπέρβαση του ορίου εντός της χρήσης καθιστά υποχρεωτική τη μετάταξη της επιχείρησης στο κανονικό καθεστώς ΦΠΑ από την έναρξη της επόμενης διαχειριστικής περιόδου.

Το όριο των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ αφορά στα συνολικά ακαθάριστα έσοδα τα οποία πραγματοποιούν οι υποκείμενοι εντός της διαχειριστικής περιόδου από το σύνολο των δραστηριοτήτων τους και τα οποία λαμβάνονται υπόψη για τη φορολογία εισοδήματος.

Οι νέες επιχειρήσεις εντάσσονται με την έναρξή τους στο κανονικό καθεστώς ΦΠΑ και από την επόμενη διαχειριστική περίοδο μπορούν να επιλέξουν την υπαγωγή τους στο απαλλασσόμενο καθεστώς, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούν το κριτήριο των ακαθάριστων εσόδων. Στις περιπτώσεις που η διαχειριστική περίοδος είναι μικρότερη του δωδεκάμηνου, για να κριθεί αν πληρούται το κριτήριο των ακαθάριστων εσόδων, πρέπει να γίνεται αναγωγή των ακαθάριστων εσόδων που πραγματοποίησε η επιχείρηση, κατά τη διάρκεια που άσκησε τη δραστηριότητά της, σε ετήσια βάση.

Στην παράγραφο 2 του άρθρου 39 αναφέρονται ρητά οι περιπτώσεις που δεν εμπίπτουν στις διατάξεις του άρθρου αυτού. Συγκεκριμένα, πρόκειται για τους αγρότες του ειδικού καθεστώτος ΦΠΑ (περ. α'), για τους μη εγκατεστημένους στο εσωτερικό της χώρας υποκειμένους στο φόρο (περ. β'), καθώς και για τις παραδόσεις καινούργιων μεταφορικών μέσων σύμφωνα με τις διατάξεις της περίπτωσης β' της παραγράφου 1 του άρθρου 28 (περ. γ'). Κατά περίπτωση διευκρινίζονται τα ακόλουθα: α) Οι αγρότες του ειδικού καθεστώτος ΦΠΑ υπάγονται στις διατάξεις του άρθρου 41 του Κώδικα ΦΠΑ και όχι στις διατάξεις του νέου άρθρου 39. β) Μία επιχείρηση μπορεί να είναι απαλλασσόμενη κατά την έννοια του άρθρου 39 μόνο αν είναι εγκατεστημένη στο εσωτερικό της χώρας, ενώ οι μη εγκατεστημένοι στο εσωτερικό της χώρας υποκείμενοι στο φόρο, οι οποίοι καθίστανται υπόχρεοι στο ΦΠΑ στην Ελλάδα για παραδόσεις αγαθών ή παροχές υπηρεσιών που πραγματοποιούν, δεν δύνανται να απαλλάσσονται από το φόρο κατ' εφαρμογή του άρθρου 39, αλλά υποχρεούνται να εκπληρώνουν τις φορολογικές υποχρεώσεις τους στο εσωτερικό της χώρας με τη λήψη ΑΦΜ/ΦΠΑ ή τον ορισμό φορολογικού αντιπροσώπου κατά περίπτωση. γ) Στην περίπτωση που επιχειρήσεις που εντάσσονται στην απαλλαγή του άρθρου 39 πραγματοποιούν παράδοση καινούργιου μεταφορικού μέσου προς πρόσωπο εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος της Κοινότητας, η πράξη αυτή δεν εντάσσεται στο άρθρο 39. Η εν λόγω παράδοση απαλλάσσεται από το φόρο σύμφωνα με το άρθρο 28.1.β και κατά συνέπεια η επιχείρηση έχει δικαίωμα έκπτωσης και επιστροφής του φόρου εισροών, ο οποίος δεν μπορεί να υπερβεί το φόρο που αναλογεί στην αξία της παράδοσης.

Περαιτέρω, με τις παραγράφους 5 έως 8, ρυθμίζονται οι υποχρεώσεις των επιχειρήσεων σε περίπτωση μετάταξης από το κανονικό καθεστώς στο απαλλασσόμενο και αντίστροφα. Συγκεκριμένα, η μετάταξη επιχείρησης από το ένα καθεστώς στο άλλο πραγματοποιείται από την έναρξη της διαχειριστικής περιόδου και ισχύει τουλάχιστον για ολόκληρη την διαχειριστική περίοδο. Για το γεγονός αυτό υποβάλλεται δήλωση μεταβολών μέσα στις προθεσμίες που ορίζονται από τις διατάξεις του άρθρου 10 του ΚΦΔ (εντός δέκα ημερών από την έναρξη της διαχειριστικής περιόδου). Μετάταξη σε ημερομηνία διαφορετική από την έναρξη της διαχειριστικής περιόδου δεν προβλέπεται. Σε περίπτωση όμως που η μετάταξη πραγματοποιήθηκε την προβλεπόμενη ημερομηνία (εκπληρώνονται δηλαδή ορθά από την έναρξη της διαχειριστικής περιόδου οι υποχρεώσεις του συγκεκριμένου καθεστώτος) αλλά υποβάλλεται εκπρόθεσμα μόνο η δήλωση μεταβολών, επιβάλλεται για την εκπρόθεσμη αυτή δήλωση το πρόστιμο του άρθρου 54 του ΚΦΔ. Στην περίπτωση που η μετάταξη γίνεται από το κανονικό προς το απαλλασσόμενο καθεστώς, πρόκειται σε κάθε περίπτωση για προαιρετική μετάταξη και υπάρχει υποχρέωση παραμονής στο απαλλασσόμενο καθεστώς για μια διετία, με την προϋπόθεση ότι συνεχίζει να πληρούται το κριτήριο των ετήσιων ακαθάριστων εσόδων. Αντίθετα, σε περίπτωση μετάταξης, είτε προαιρετικά, είτε υποχρεωτικά λόγω υπέρβασης του ορίου των ακαθάριστων εσόδων, από το καθεστώς των απαλλασσομένων στο κανονικό καθεστώς, δεν υφίσταται κάποιος χρονικός περιορισμός για υποχρεωτική παραμονή στο κανονικό καθεστώς ΦΠΑ, πέραν της τρέχουσας διαχειριστικής περιόδου, και από την έναρξη της επόμενης διαχειριστικής περιόδου ο υποκείμενος στο φόρο μπορεί να επιλέξει τη μετάταξή του στο απαλλασσόμενο καθεστώς, εφόσον δεν έχει υπερβεί το όριο των ακαθάριστων εσόδων.

Δεδομένου ότι η άσκηση του δικαιώματος έκπτωσης του ΦΠΑ των εισροών εξαρτάται από το καθεστώς ΦΠΑ στο οποίο εντάσσεται μία επιχείρηση, σε κάθε περίπτωση μετάταξης οι επιχειρήσεις υποχρεούνται να απογράφουν, ανά ισχύοντα συντελεστή φόρου, τα αποθέματα των εμπορεύσιμων αγαθών τους τα οποία υπάρχουν κατά τη λήξη της διαχειριστικής περιόδου που προηγείται του χρόνου της μετάταξης και να τα αποτιμούν σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις. Επίσης, απογράφονται υποχρεωτικά τα αγαθά επένδυσης για τα οποία δεν έχει παρέλθει ο χρόνος διακανονισμού, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 33 του Κώδικα ΦΠΑ. Για τα απογραφόμενα, κατά τα ανωτέρω, αγαθά υποβάλλεται, μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του δεύτερου μήνα από τη μετάταξη, δήλωση αποθεμάτων μετάταξης που περιλαμβάνει την αξία τους κατά συντελεστή ΦΠΑ και το φόρο που αναλογεί. Σε περίπτωση μετάταξης από το κανονικό στο απαλλασσόμενο καθεστώς, υπάρχει υποχρέωση απόδοσης του ΦΠΑ που έχει εκπεσθεί για τα αποθέματα και υποχρέωση διακανονισμού και απόδοσης του φόρου που οφείλεται για τα αγαθά επένδυσης. Για την απόδοση του φόρου αυτού υποβάλλεται έκτακτη δήλωση εντός ενός μηνός από την υποβολή της δήλωσης αποθεμάτων μετάταξης. Αντίθετα, σε περίπτωση μετάταξης από το απαλλασσόμενο στο κανονικό καθεστώς, υπάρχει δικαίωμα έκπτωσης του φόρου που αναλογεί στα απογραφόμενα, κατά τα ανωτέρω, αγαθά. Ο φόρος αυτός εκπίπτεται με την προβλεπόμενη από το άρθρο 38 δήλωση ΦΠΑ που αντιστοιχεί στη φορολογική περίοδο κατά την οποία πραγματοποιήθηκε η μετάταξη. Επισημαίνεται ότι σε περίπτωση που δεν υπάρχουν στοιχεία προς καταχώρηση στη δήλωση αποθεμάτων μετάταξης ή ο υποκείμενος δεν επιθυμεί να συμψηφίσει το φόρο των εισροών που δικαιούται, δεν υποβάλλεται δήλωση αποθεμάτων μετάταξης. Επίσης, διευκρινίζεται ότι στην περίπτωση επιχειρήσεων που εντάσσονται από το κανονικό καθεστώς στο απαλλασσόμενο καθεστώς δεν υπάρχει υποχρέωση υποβολής μηδενικής έκτακτης δήλωσης, ενώ τυχόν χρεωστικό ποσό της έκτακτης δήλωσης δεν δύναται να συμψηφιστεί με πιστωτικό υπόλοιπο της τελευταίας φορολογικής περιόδου ένταξης στο κανονικό καθεστώς. Στην περίπτωση αυτή, η μικρή επιχείρηση δικαιούται να ζητήσει την επιστροφή του εν λόγω πιστωτικού υπολοίπου.

Περαιτέρω, σύμφωνα με την παράγραφο 9 του νέου άρθρου 39, οι απαλλασσόμενες μικρές επιχειρήσεις, κατά την έκδοση φορολογικών στοιχείων, υποχρεούνται να αναγράφουν σε αυτά την ένδειξη «χωρίς φόρο προστιθέμενης αξίας - απαλλαγή μικρών επιχειρήσεων άρθρο 39 ν. 2859/2000». 10. Για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που προέκυψαν λόγω της πρώτης εφαρμογής των διατάξεων του νέου άρθρου 39, για λόγους χρηστής διοίκησης, γίνονται δεκτά τα ακόλουθα:

α. Ειδικά για την πρώτη φορά εφαρμογής της συγκεκριμένης διάταξης και σε περίπτωση που, από πρόσωπα που νομίμως έχουν ενταχθεί στο καθεστώς των απαλλασσομένων, εκ παραδρομής ή λόγω μη έγκαιρης προσαρμογής των ταμειακών μηχανών, έχουν εκδοθεί φορολογικά παραστατικά με χρέωση ΦΠΑ, ο φόρος αυτός που χρεώθηκε πρέπει να αποδοθεί στο Ελληνικό Δημόσιο (κατ' εφαρμογή του άρ. 35 παρ. 2 ν.2859/2000) με την υποβολή έκτακτης δήλωσης ΦΠΑ. Σημειώνεται ότι τα εν λόγω πρόσωπα παραμένουν στο καθεστώς του άρθρου 39 τουλάχιστον μέχρι τη λήξη της τρέχουσας διαχειριστικής περιόδου και δεν τους παρέχεται δικαίωμα έκπτωσης του ΦΠΑ των εισροών τους. Επισημαίνεται ότι, δεδομένου ότι η απαλλαγή που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 39 εφαρμόζεται από την έναρξη της διαχειριστικής περιόδου, εφεξής όσοι δεν προσαρμόζουν εγκαίρως τις ταμειακές μηχανές τους, μπορούν να εκδίδουν χειρόγραφα τα παραστατικά για την είσπραξη της αμοιβής τους (σχετ. απόφαση ΓΓΔΕ ΠΟΛ.1002/31.12.2014, ΦΕΚ Β' 3/05.01.2015).

β. Όσον αφορά στους εκμεταλλευτές επιβατηγών δημόσιας χρήσης αυτοκινήτων (ΤΑΞΙ), από τις διατάξεις του άρθρου 39 δεν προκύπτει περιορισμός ως προς την ένταξή τους στο καθεστώς των απαλλασσομένων, εφόσον πληρούν το κριτήριο του ορίου των ετήσιων ακαθάριστων εσόδων. Στην πράξη έχει προκύψει, ότι αρκετοί εκμεταλλευτές, ενώ υπέβαλαν δήλωση μεταβολών για τη μετάταξή τους σε απαλλασσόμενες επιχειρήσεις, εξακολουθούν να χρεώνουν ΦΠΑ στα παραστατικά που εκδίδουν για τις υπηρεσίες τους. Οι εν λόγω εκμεταλλευτές υπάγονται στο κανονικό καθεστώς ΦΠΑ από την έναρξη της διαχειριστικής περιόδου και οφείλουν να υποβάλουν δήλωση μεταβολών, προκειμένου να διορθωθεί η εικόνα τους στο μητρώο και να τους επιτραπεί η υποβολή των δηλώσεων ΦΠΑ. Εκμεταλλευτές ΤΑΞΙ που εντάχθηκαν στο απαλλασσόμενο καθεστώς και δεν εισέπραξαν ΦΠΑ με την αμοιβή τους παραμένουν στο καθεστώς του άρθρου 39. Το ίδιο ισχύει και για τυχόν άλλες περιπτώσεις επαγγελματιών που λειτούργησαν συστηματικά με αυτόν τον τρόπο από την έναρξη της διαχειριστικής περιόδου.

γ. Η αναγραφή ΦΠΑ επί των γραμματίων προείσπραξης που εκδίδονται από δικηγόρους που έχουν ενταχθεί στο καθεστώς των απαλλασσομένων δεν καθιστά τα εν λόγω πρόσωπα υπόχρεα στο φόρο αυτό, εφόσον στα φορολογικά παραστατικά που εκδίδουν για τη σχετική αμοιβή τους δεν χρεώνουν και δεν εισπράττουν ΦΠΑ σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 39. δ. Υποκείμενοι στο φόρο που από την έναρξη της διαχειριστικής περιόδου εντάχθηκαν στο καθεστώς των απαλλασσομένων εκ παραδρομής, λόγω λανθασμένου υπολογισμού των ακαθάριστων εσόδων της προηγούμενης διαχειριστικής περιόδου, υπάγονται υποχρεωτικά στο κανονικό καθεστώς ΦΠΑ. Προς το σκοπό αυτό οφείλουν να υποβάλουν δήλωση μεταβολών με δηλούμενη ημερομηνία μεταβολής από την έναρξη της διαχειριστικής περιόδου, χωρίς την επιβολή προστίμου του άρ. 54 παρ. 1 περ. α' του ΚΦΔ.

ΒΕΒΑΙΩΣΗ ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ ΜΕ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΧΡΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟ Ι.Κ.Α

Καλωσορίσατε στην Ηλεκτρονική Υπηρεσία «Βεβαίωση Συντάξεων (Για Φορολογική Χρήση)».
Μέσω της υπηρεσίας αυτής, έχετε τη δυνατότητα πληκτρολογώντας τα απαιτούμενα ασφαλιστικά σας στοιχεία να εκδόσετε τη «Βεβαίωση Συντάξεων Για Φορολογική Χρήση». Η υπηρεσία αυτή απευθύνεται σε όλες τις κατηγορίες των συνταξιούχων του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, ΕΤΕΑ(τ.ΕΤΕΑΜ) και του ενταχθέντος κλάδου σύνταξης τ.ΤΑΠ-ΟΤΕ (δηλαδή τα τέσσερα πρώτα ψηφία του Α.Μ. ΔΙΑΣ ειναι 0150, 0151 και 0416 αντίστοιχα).

Πληροφορίες/Οδηγίες
Βλέπε εδώ δείγμα ενημερωτικού σημειώματος
Κάτοικος
Α.Μ. (γράμματα & νούμερα)
Α.Μ. ΔΙΑΣ (χωρίς κενά)
A.M.K.A.
Α.Φ.Μ.
Έτος
Κωδικός Οπτικής Επιβεβαίωσης

Ανανέωση
Εισάγετε εδώ τον Κωδικό Οπτικής Επιβεβαίωσης
όπως εμφανίζεται αριστερά


Καθαρισμός